3,276,903
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῶρος''': ὁ· ([[ἄγνωστος]] ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως)· - ὡς τὸ [[χώρα]] Ι, [[τόπος]],κεχωρισμένον [[μέρος]] ἐδάφους, [[μέρος]], χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον, «τὸν τόπον ... πᾶν τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ ἔμελλον μονομαχήσειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 315· διαμετρητῷ ἑνὶ [[χῶρος]], «[[ὅπου]] καθαρὸς καὶ διατρανὴς ἦν ὁ [[τόπος]] ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Σχόλ.), Θ. 491, Κ. 199· χ. [[ὑλήεις]], ἔρημος, οἱοπόλος, [[ψαμαθώδης]] Ὀδ. Ξ. 2, Ἰλ. Κ. 520, Ν. 472, κ. ἀλλ.· [[πίων]] Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 388· εὐαὴς [[αὐτόθι]] 597· [[καταστύφελος]] Ἡσ. Θεογ. 806· οὕτω, δένδρε’ ἔθαλλον χ. Πινδ. Ο. 3. 40· [[συχν]]. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. (π.χ. 2. 178), καὶ Τραγ· Βρόμιος δ’ ἔχει τὸν χῶρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 24· θηρῶν οὓς ὅδ’ ἔχει [[χῶρος]] Σοφ. Φιλ. 1148· Μακραὶ δὲ χὼρός ἐστ’ [[ἐκεῖ]] κεκλημένος Εὐρ. Ἴων. 283, κλπ.· - ποιήσας ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν ὅλην δύναμιν, συμπυκνώσας ἐντὸς μικροῦ χώρου τὴν ὅλην δύναμιν, Πολύβ. 11. 1, 3· - μεταφορ., [[χῶρος]] ... [[οὗτος]] ἀνθρώπου φρενῶν Σοφ. Ἀποσπ. 757, πρβλ. Τραχ. 145. ΙΙ [[χώρα]], γῆ, Ἡρόδ. 4. 30· ὁ Λιβυκὸς χ. ὁ αὐτ. 2. 19· τοῦ Ἀταρνέος χ. ὁ αὐτ. 1. 160· τῆς Ἀραβίης 2. 75· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., χῶραι, τῶν Θηβαίων ἕκειρε τοὺς χώρους ὁ αὐτ. 9. 15, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1126· μεταφορ., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χώροις ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 145. 2) [[περιουσία]] κτηματική, [[κτῆμα]] «ὑποστατικὸν», Ξεν. Οἰκ. 11, 18· Κύρου Παιδ. 7. 4, 6 3) ἡ [[ἐξοχή]], οἱ ἀγροί, Λατ. rus, ἐν τῷ χώρῳ καὶ ἐν τῷ ἄστει ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 4, πρβλ. 11, 18ι [[μετὰ]] τοῦ ἄρουρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155. ΙΙΙ. χ. ὁ [[περίγειος]] = orbis terrarum, Φίλων, Ἐκκλ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις πλὴν παρὰ Ξεν. πρβλ. [[χώρα]] ἐν τέλει. | |lstext='''χῶρος''': ὁ· ([[ἄγνωστος]] ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως)· - ὡς τὸ [[χώρα]] Ι, [[τόπος]],κεχωρισμένον [[μέρος]] ἐδάφους, [[μέρος]], χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον, «τὸν τόπον ... πᾶν τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ ἔμελλον μονομαχήσειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 315· διαμετρητῷ ἑνὶ [[χῶρος]], «[[ὅπου]] καθαρὸς καὶ διατρανὴς ἦν ὁ [[τόπος]] ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Σχόλ.), Θ. 491, Κ. 199· χ. [[ὑλήεις]], ἔρημος, οἱοπόλος, [[ψαμαθώδης]] Ὀδ. Ξ. 2, Ἰλ. Κ. 520, Ν. 472, κ. ἀλλ.· [[πίων]] Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 388· εὐαὴς [[αὐτόθι]] 597· [[καταστύφελος]] Ἡσ. Θεογ. 806· οὕτω, δένδρε’ ἔθαλλον χ. Πινδ. Ο. 3. 40· [[συχν]]. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. (π.χ. 2. 178), καὶ Τραγ· Βρόμιος δ’ ἔχει τὸν χῶρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 24· θηρῶν οὓς ὅδ’ ἔχει [[χῶρος]] Σοφ. Φιλ. 1148· Μακραὶ δὲ χὼρός ἐστ’ [[ἐκεῖ]] κεκλημένος Εὐρ. Ἴων. 283, κλπ.· - ποιήσας ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν ὅλην δύναμιν, συμπυκνώσας ἐντὸς μικροῦ χώρου τὴν ὅλην δύναμιν, Πολύβ. 11. 1, 3· - μεταφορ., [[χῶρος]] ... [[οὗτος]] ἀνθρώπου φρενῶν Σοφ. Ἀποσπ. 757, πρβλ. Τραχ. 145. ΙΙ [[χώρα]], γῆ, Ἡρόδ. 4. 30· ὁ Λιβυκὸς χ. ὁ αὐτ. 2. 19· τοῦ Ἀταρνέος χ. ὁ αὐτ. 1. 160· τῆς Ἀραβίης 2. 75· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., χῶραι, τῶν Θηβαίων ἕκειρε τοὺς χώρους ὁ αὐτ. 9. 15, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1126· μεταφορ., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χώροις ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 145. 2) [[περιουσία]] κτηματική, [[κτῆμα]] «ὑποστατικὸν», Ξεν. Οἰκ. 11, 18· Κύρου Παιδ. 7. 4, 6 3) ἡ [[ἐξοχή]], οἱ ἀγροί, Λατ. rus, ἐν τῷ χώρῳ καὶ ἐν τῷ ἄστει ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 4, πρβλ. 11, 18ι [[μετὰ]] τοῦ ἄρουρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155. ΙΙΙ. χ. ὁ [[περίγειος]] = orbis terrarum, Φίλων, Ἐκκλ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις πλὴν παρὰ Ξεν. πρβλ. [[χώρα]] ἐν τέλει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />espace, <i>d’où</i><br /><b>1</b> intervalle entre : νεκύων IL entre les morts;<br /><b>2</b> emplacement déterminé, lieu limité ; [[χῶρος]] [[ὅδε]], [[οὗτος]], <i>etc.</i> le lieu, le pays que voici ; [[χῶρος]] ἀσεβῶν LUC séjour des impies;<br /><b>3</b> pays, région, contrée ; territoire d’une cité;<br /><b>4</b> espace de la campagne, campagne ; <i>particul.</i> bien de campagne, fonds de terre.<br />'''Étymologie:''' R. Χα, être ouvert ; cf. [[χώρα]], [[χωρίς]]. | |||
}} | }} |