Anonymous

εὔοπλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔοπλος''': -ον, [[καλῶς]] ὡπλισμένος, [[καλῶς]] παρεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 592· [[λόχος]], [[πόλις]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, Ἱέρ. 11, 3· τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 11. ΙΙ. (ὁπλὴ) ἔχων καλὰς ὁπλάς. [[Πολυδ]]. Α΄, 194.
|lstext='''εὔοπλος''': -ον, [[καλῶς]] ὡπλισμένος, [[καλῶς]] παρεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 592· [[λόχος]], [[πόλις]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, Ἱέρ. 11, 3· τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 11. ΙΙ. (ὁπλὴ) ἔχων καλὰς ὁπλάς. [[Πολυδ]]. Α΄, 194.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien armé;<br /><i>Cp.</i> εὐοπλότερος, <i>Sp.</i> εὐοπλότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὅπλον]].
}}
}}