Anonymous

ἀποπρό: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπρό''': (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. [[μακράν]], πολὺ [[μακράν]], Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. [[μετὰ]] γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει [[εἶναι]] μόνον ἰσχυρότερος [[τύπος]] τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν.
|lstext='''ἀποπρό''': (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. [[μακράν]], πολὺ [[μακράν]], Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. [[μετὰ]] γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει [[εἶναι]] μόνον ἰσχυρότερος [[τύπος]] τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>adv.</i> loin en avant;<br /><b>2</b> <i>prép.</i> loin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πρό]].
}}
}}