Anonymous

προσδιαλέγομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδιαλέγομαι''': ἀποθ., ἀποκρίνομαι ἐν διαλόγῳ ἢ συζητήσει, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Ἡρόδ. 3. 50, πρβλ. 52, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ὁ προσδιαλεγόμενος ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Ε, ἐν Σοφιστ. 218Α. 2) [[ἁπλῶς]], διαλέγομαι [[πρός]] τινα, θεοῖς πρ. εὐχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 441.
|lstext='''προσδιαλέγομαι''': ἀποθ., ἀποκρίνομαι ἐν διαλόγῳ ἢ συζητήσει, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Ἡρόδ. 3. 50, πρβλ. 52, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ὁ προσδιαλεγόμενος ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Ε, ἐν Σοφιστ. 218Α. 2) [[ἁπλῶς]], διαλέγομαι [[πρός]] τινα, θεοῖς πρ. εὐχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 441.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσδιαλέξομαι, <i>ao.</i> προσδιελέχθην, <i>etc.</i><br />s’entretenir avec, <i>particul.</i> répondre à (dans une conversation <i>ou</i> une discussion), τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[διαλέγομαι]].
}}
}}