Anonymous

σχέτλιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχέτλιος''': -α, -ον, σχετλίη Ἰλ. Γ. 414, Ὀδ. Ψ. 150 σχέτλιαι Δ. 729· σπανίως [[σχέτλιος]], ον Εὐρ. Ι. Τ. 651· (σχεθεῖν, ἀόρ. β΄ τοῦ ἔχω). Ι. ἐπὶ προσώπων, [[κυρίως]], [[καρτερικός]], [[ἀνένδοτος]], [[ἀκατάβλητος]], ἀλλὰ καὶ συμπαθείας τινὸς [[ἄξιος]], σχ. ἐσσι, γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις Ἰλ. Κ. 164· σχ. εἰς, Ὀδυσεῦ· πέρι τοι [[μένος]], [[οὐδέ]] τι γυῖα κάμνεις Ὀδ. Μ. 279 [[ἀλλά]], 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ μὴ ἀπεχόμενος πάσης βίας ἢ σκληρότητος, [[σκληρός]], [[ἀπάνθρωπος]], [[ἀνελεήμων]], [[παράτολμος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ ἡρώων, [[οἷον]] τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Ι. 630., Π. 203· τοῦ Διομήδους, Ε. 403· τοῦ Ἕκτορος, Ρ. 150., Χ. 86· τοῦ Πατρόκλου, Σ. 13· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 478., Λ. 474, κλπ.· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, [[σχέτλιος]], οὐδὲ θεῶν ὅπιν ᾐδέσατο Φ. 28· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Ι. 351, 478· ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Β. 112, Ὀδ. Γ. 161· ἐπὶ τῶν θεῶν [[καθόλου]], σχέτλιοί ἐστε, θεοὶ Ἰλ. Ω. 33, Ὀδ. Ε. 118· ἐπὶ τοῦ Κρόνου, Ἡσ. Θεογ. 488· ἐπὶ ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν [[καθόλου]], σχέτλιοι οἵ.. Ὀδ. Μ. 21, πρβλ. Δ. 729, κ. ἀλλ.· - οὕτω καὶ παρ’ Ἀττικ. ἐπὶ ἀνδρῶν, κακός, [[μοχθηρός]], σχετλιώτεροι ἢ ἀνομώτεροι Ἀντιφῶν 147. 3, πρβλ. Δημ. 874. 15· σχετλιώτατος Ἀνδοκ. 16. 24, Ἰσοκρ. 103Α, κλπ.· σχ. καὶ ἀναιδὴς Δημ. 346. 1, κλπ.· - ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, ὅσα σχέτλια καὶ ἀνιηρά, ἄγρια, Ἡρόδ. 3. 108. 3) ὡς τὸ [[τλήμων]], [[ἄθλιος]], [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], Αἰσχύλ. Πρ. 644, καὶ [[συχν]]. παρ’ Εὐρ.· [[συχν]]. [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας περιφρονήσεως, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν, ὦ ἀθλιώτατε ἄνθρωπε! Ἡρόδ. 3. 155· ὦ σχέτλιε Σοφ. Φιλ. 369, 930, πρβλ. Ἀντ. 47, Εὐρ., κλπ.· [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] γεν., ὦ σχετλία τῶν πόνων, ἐξ αἰτίας τῶν δυστυχιῶν, Εὐρ. Ἑκ. 783, πρβλ. Ἄλκ. 741, Ἀνδρ. 1179. - Ἡ [[ἔννοια]] αὕτη τῆς ἀθλιότητος [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Γ. 414., Σ. 13, πρέπει νὰ τηρηθῇ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ἀπερισκέπτου, ὁρμητικοῦ, παρατόλμου. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον ἐν τῇ Ὀδ., σχ. [[ὕπνος]], σκληρὸς [[ὕπνος]], καθ’ ὃν κατέλιπον τὸν Ὀδυσσέα οἱ σύντροφοι [[αὐτοῦ]], Κ. 69· καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ φράσει σχέτλια ἔργα, σκληρά, ἀπάνθρωπα, ἐλεεινά, ἀποτρόπαια ἔργα, Ι. 295· ἀντίθετον τῷ [[δίκη]] καὶ τῷ αἴσιμα ἔργα, Ξ. 83· ὡς = ἀτασθαλίαι, Χ. 413· [[οὕτως]], ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 236, Θεόγν. 731, Ἡροδ. 6. 138, Εὐρ. Κύκλ. 587, κλπ.· οὕτω καί, σχ. [[πέπονθα]] πράγματα Ἀριστοφ. Πλ. 856· τοῦτο δὴ τὸ σχ. [[πάθημα]] Ξεν. Ἀν. 6. 6, 30· - [[ὡσαύτως]] μόνον σχέτλια, σχέτλια παθεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 1074, Ἀριστοφ. Πλ. 856, κλπ.· σχ. λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β· σχ. καὶ δεινὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 612· δεινὰ καὶ σχ. Ἰσοκρ. 378Α· σχέτλιον, ἀποτρόπαιον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 255· σχ. γε Ἀριστοφ. Λυσ. 498· ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Ἰσοκρ. 127D· [[ὡσαύτως]], σχέτλια [ἐστί], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Σοφ. Αἴ. 887. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, Ἰσοκρ. 390D· ὑπερθετ. -ιώτατα, σχετλιώτατα [[πρός]] γε πρᾶξιν (οὕτω τὰ Ἀντίγραφα) Σοφ. Τρ. 879 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. [[χάριν]] τοῦ μέτρου σχετλίως τὰ [[πρός]] γε πρᾶξιν, ὁ δὲ Jebb: σχετλιώτατά γε πρὸς πρᾶξιν). [Ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε θέτει τὸ [[σχέτλιος]] ἐμφαντικῶς ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου πλὴν [[ἅπαξ]] ἐν τῷ θηλ., Ἰλ. Γ. 414· καὶ δὶς ἐν τῷ οὐδετ., Ὀδ. Ξ. 83, Χ. 413. Ὅθεν παρ’ αὐτῷ ἡ α΄ συλλαβὴ [[εἶναι]] ἀείποτε μακρὰ πλὴν ἐν Ἰλ. Γ. 414, [[ἔνθα]] τὸ σχετλίη ἔχει τὴν α΄ συλλαβὴν βραχεῖαν, ὡς ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1179, Κύκλ. 587, κτλ., καὶ παρ’ Ἀριστοφ.].
|lstext='''σχέτλιος''': -α, -ον, σχετλίη Ἰλ. Γ. 414, Ὀδ. Ψ. 150 σχέτλιαι Δ. 729· σπανίως [[σχέτλιος]], ον Εὐρ. Ι. Τ. 651· (σχεθεῖν, ἀόρ. β΄ τοῦ ἔχω). Ι. ἐπὶ προσώπων, [[κυρίως]], [[καρτερικός]], [[ἀνένδοτος]], [[ἀκατάβλητος]], ἀλλὰ καὶ συμπαθείας τινὸς [[ἄξιος]], σχ. ἐσσι, γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις Ἰλ. Κ. 164· σχ. εἰς, Ὀδυσεῦ· πέρι τοι [[μένος]], [[οὐδέ]] τι γυῖα κάμνεις Ὀδ. Μ. 279 [[ἀλλά]], 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ μὴ ἀπεχόμενος πάσης βίας ἢ σκληρότητος, [[σκληρός]], [[ἀπάνθρωπος]], [[ἀνελεήμων]], [[παράτολμος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ ἡρώων, [[οἷον]] τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Ι. 630., Π. 203· τοῦ Διομήδους, Ε. 403· τοῦ Ἕκτορος, Ρ. 150., Χ. 86· τοῦ Πατρόκλου, Σ. 13· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 478., Λ. 474, κλπ.· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, [[σχέτλιος]], οὐδὲ θεῶν ὅπιν ᾐδέσατο Φ. 28· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Ι. 351, 478· ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Β. 112, Ὀδ. Γ. 161· ἐπὶ τῶν θεῶν [[καθόλου]], σχέτλιοί ἐστε, θεοὶ Ἰλ. Ω. 33, Ὀδ. Ε. 118· ἐπὶ τοῦ Κρόνου, Ἡσ. Θεογ. 488· ἐπὶ ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν [[καθόλου]], σχέτλιοι οἵ.. Ὀδ. Μ. 21, πρβλ. Δ. 729, κ. ἀλλ.· - οὕτω καὶ παρ’ Ἀττικ. ἐπὶ ἀνδρῶν, κακός, [[μοχθηρός]], σχετλιώτεροι ἢ ἀνομώτεροι Ἀντιφῶν 147. 3, πρβλ. Δημ. 874. 15· σχετλιώτατος Ἀνδοκ. 16. 24, Ἰσοκρ. 103Α, κλπ.· σχ. καὶ ἀναιδὴς Δημ. 346. 1, κλπ.· - ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, ὅσα σχέτλια καὶ ἀνιηρά, ἄγρια, Ἡρόδ. 3. 108. 3) ὡς τὸ [[τλήμων]], [[ἄθλιος]], [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], Αἰσχύλ. Πρ. 644, καὶ [[συχν]]. παρ’ Εὐρ.· [[συχν]]. [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας περιφρονήσεως, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν, ὦ ἀθλιώτατε ἄνθρωπε! Ἡρόδ. 3. 155· ὦ σχέτλιε Σοφ. Φιλ. 369, 930, πρβλ. Ἀντ. 47, Εὐρ., κλπ.· [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] γεν., ὦ σχετλία τῶν πόνων, ἐξ αἰτίας τῶν δυστυχιῶν, Εὐρ. Ἑκ. 783, πρβλ. Ἄλκ. 741, Ἀνδρ. 1179. - Ἡ [[ἔννοια]] αὕτη τῆς ἀθλιότητος [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Γ. 414., Σ. 13, πρέπει νὰ τηρηθῇ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ἀπερισκέπτου, ὁρμητικοῦ, παρατόλμου. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον ἐν τῇ Ὀδ., σχ. [[ὕπνος]], σκληρὸς [[ὕπνος]], καθ’ ὃν κατέλιπον τὸν Ὀδυσσέα οἱ σύντροφοι [[αὐτοῦ]], Κ. 69· καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ φράσει σχέτλια ἔργα, σκληρά, ἀπάνθρωπα, ἐλεεινά, ἀποτρόπαια ἔργα, Ι. 295· ἀντίθετον τῷ [[δίκη]] καὶ τῷ αἴσιμα ἔργα, Ξ. 83· ὡς = ἀτασθαλίαι, Χ. 413· [[οὕτως]], ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 236, Θεόγν. 731, Ἡροδ. 6. 138, Εὐρ. Κύκλ. 587, κλπ.· οὕτω καί, σχ. [[πέπονθα]] πράγματα Ἀριστοφ. Πλ. 856· τοῦτο δὴ τὸ σχ. [[πάθημα]] Ξεν. Ἀν. 6. 6, 30· - [[ὡσαύτως]] μόνον σχέτλια, σχέτλια παθεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 1074, Ἀριστοφ. Πλ. 856, κλπ.· σχ. λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β· σχ. καὶ δεινὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 612· δεινὰ καὶ σχ. Ἰσοκρ. 378Α· σχέτλιον, ἀποτρόπαιον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 255· σχ. γε Ἀριστοφ. Λυσ. 498· ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Ἰσοκρ. 127D· [[ὡσαύτως]], σχέτλια [ἐστί], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Σοφ. Αἴ. 887. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, Ἰσοκρ. 390D· ὑπερθετ. -ιώτατα, σχετλιώτατα [[πρός]] γε πρᾶξιν (οὕτω τὰ Ἀντίγραφα) Σοφ. Τρ. 879 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. [[χάριν]] τοῦ μέτρου σχετλίως τὰ [[πρός]] γε πρᾶξιν, ὁ δὲ Jebb: σχετλιώτατά γε πρὸς πρᾶξιν). [Ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε θέτει τὸ [[σχέτλιος]] ἐμφαντικῶς ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου πλὴν [[ἅπαξ]] ἐν τῷ θηλ., Ἰλ. Γ. 414· καὶ δὶς ἐν τῷ οὐδετ., Ὀδ. Ξ. 83, Χ. 413. Ὅθεν παρ’ αὐτῷ ἡ α΄ συλλαβὴ [[εἶναι]] ἀείποτε μακρὰ πλὴν ἐν Ἰλ. Γ. 414, [[ἔνθα]] τὸ σχετλίη ἔχει τὴν α΄ συλλαβὴν βραχεῖαν, ὡς ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1179, Κύκλ. 587, κτλ., καὶ παρ’ Ἀριστοφ.].
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui cause du mal ; cruel, funeste, pernicieux : σχέτλιον [[πάθημα]] XÉN souffrance terrible ; ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον ISOCR et le plus terrible <i>ou</i> le plus effroyable de tout ; σχέτλια [[γάρ]] <i>avec une</i> prop. inf. SOPH car c’est chose terrible que;<br /><b>2</b> malheureux, infortuné, misérable;<br /><i>Sp.</i> σχετλιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]].
}}
}}