Anonymous

στενολέσχης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενολέσχης''': -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν [[μετὰ]] πανουργίας, σοφιστευόμενος, [[μικρολόγος]], [[λεπτολόγος]], Σουΐδ.
|lstext='''στενολέσχης''': -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν [[μετὰ]] πανουργίας, σοφιστευόμενος, [[μικρολόγος]], [[λεπτολόγος]], Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui discute sur des riens SUID.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[λέσχη]].
}}
}}