3,270,629
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονοέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ. ([[νοέω]]): ― χάνω τὸν νοῦν μου, εἶμαι ἐν ἀπονοίᾳ. 1) ἐπὶ φόβου, εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, ἐν ἀπογνώσει, Θουκ. 7. 81· ὁ ἀπονενοημένος Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12· πρβλ. [[ἀπονενοημένως]]. 2) ἐπὶ ἀναισχύντου, ἀπονενοημένος, χαμένος, πρόστυχος, [[αἰσχρός]]· ὁ δὲ ἀπονενοημένος τοιοῦτός τις… τῷ ἤθει ἀγοραῖός τις, καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ [[παντοποιός]]. Δεινὸ δὲ… καὶ πορνοβοσκῆσαι… καὶ μηδεμίαν ἐργασίαν αἰσχρὰν ἀποδοκιμάσαι Θεοφρ. Χαρ. 6, πρβλ. Ἰσοκρ. 177Ε, Δημ. 363. 7: [[ἀλαζονεύομαι]], Ἰω, Χρυσ. | |lstext='''ἀπονοέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ. ([[νοέω]]): ― χάνω τὸν νοῦν μου, εἶμαι ἐν ἀπονοίᾳ. 1) ἐπὶ φόβου, εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, ἐν ἀπογνώσει, Θουκ. 7. 81· ὁ ἀπονενοημένος Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12· πρβλ. [[ἀπονενοημένως]]. 2) ἐπὶ ἀναισχύντου, ἀπονενοημένος, χαμένος, πρόστυχος, [[αἰσχρός]]· ὁ δὲ ἀπονενοημένος τοιοῦτός τις… τῷ ἤθει ἀγοραῖός τις, καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ [[παντοποιός]]. Δεινὸ δὲ… καὶ πορνοβοσκῆσαι… καὶ μηδεμίαν ἐργασίαν αἰσχρὰν ἀποδοκιμάσαι Θεοφρ. Χαρ. 6, πρβλ. Ἰσοκρ. 177Ε, Δημ. 363. 7: [[ἀλαζονεύομαι]], Ἰω, Χρυσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οοῦμαι;<br />perdre la raison, avoir l’esprit égaré (par le désespoir) ; être désespéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νοέω]]. | |||
}} | }} |