Anonymous

προτιάπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτιάπτω''': προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν προτιείποι, ἴδε προσ-.
|lstext='''προτιάπτω''': προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν προτιείποι, ἴδε προσ-.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[προσάπτω]].
}}
}}