Anonymous

καταπυγοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπῡγοσύνη''': ἡ, [[κτηνώδης]] [[ὄρεξις]], σαρκικὴ ἐπιθυμία παρὰ φύσιν, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4, Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, Ἀποσπ. 180· κ. καὶ πασχητιασμὸς Λουκ. Ἐνύπν. 32.
|lstext='''καταπῡγοσύνη''': ἡ, [[κτηνώδης]] [[ὄρεξις]], σαρκικὴ ἐπιθυμία παρὰ φύσιν, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4, Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, Ἀποσπ. 180· κ. καὶ πασχητιασμὸς Λουκ. Ἐνύπν. 32.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />débauche infâme, sodomie.<br />'''Étymologie:''' [[καταπύγων]].
}}
}}