Anonymous

εὔγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔγναμπτος''': Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, [[καλῶς]] ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· [[περόνη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.
|lstext='''εὔγναμπτος''': Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, [[καλῶς]] ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· [[περόνη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰγναμπτος]];<br />ος, ον :<br />artistement courbé, bien arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γνάμπτω]].
}}
}}