Anonymous

ἔντοπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔντοπος''': -ον, ὁ ἔν τινι τόπῳ, ὡς οὐκ [[ἔξεδρος]], ἀλλ’ [[ἔντοπος]] [[ἀνήρ]], [[διότι]] ὁ ἀνὴρ δὲν [[εἶναι]] [[μακράν]], ἀλλ’ ἐδῶ πλησίον, Σοφ. Φιλ. 212· λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, συμπαθέστατε τῶν πρότερον ἐπισκεψαμένων τὸν τόπον, [[αὐτόθι]] 1171· εἴ τις [[ἔντοπος]], ἐὰν [[εἶναι]] κανεὶς ἐδῶ κοντά, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1457· [[ἐντόπιος]], [[ἐγχώριος]], [[εἴτε]] τινὲς ἔντοποι Μαγνήτων εἴτ’ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 848D.
|lstext='''ἔντοπος''': -ον, ὁ ἔν τινι τόπῳ, ὡς οὐκ [[ἔξεδρος]], ἀλλ’ [[ἔντοπος]] [[ἀνήρ]], [[διότι]] ὁ ἀνὴρ δὲν [[εἶναι]] [[μακράν]], ἀλλ’ ἐδῶ πλησίον, Σοφ. Φιλ. 212· λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, συμπαθέστατε τῶν πρότερον ἐπισκεψαμένων τὸν τόπον, [[αὐτόθι]] 1171· εἴ τις [[ἔντοπος]], ἐὰν [[εἶναι]] κανεὶς ἐδῶ κοντά, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1457· [[ἐντόπιος]], [[ἐγχώριος]], [[εἴτε]] τινὲς ἔντοποι Μαγνήτων εἴτ’ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 848D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se trouve dans le même lieu;<br /><b>2</b> propre à un lieu, à un pays ; <i>subst.</i> ἔντοποι habitants d’un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τόπος]].
}}
}}