Anonymous

ἀντίπαις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίπαις''': ὁ, ἡ, [[ἰσόπαις]], [[ὅμοιος]] παιδί, «σὰν παιδί», [[ἀντίπαις]] μὲν οὖν ἡ [[[γραῦς]]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 38· θυγατρὸς ἀντίπαιδος Εὐρ. Ἀνδρ. 326. ΙΙ. ὁ ἐκβεβηκὼς τοῦ παιδὸς τὴν ἡλικίαν, ὁ μὴ ὢν πλέον [[παῖς]], Σοφ. Ἀποσπ. 148· οὕτω παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς παρὰ Πολυβ. 15. 33, 12., 27. 13, 4. ― Πρβλ. [[ἀντίθεος]].
|lstext='''ἀντίπαις''': ὁ, ἡ, [[ἰσόπαις]], [[ὅμοιος]] παιδί, «σὰν παιδί», [[ἀντίπαις]] μὲν οὖν ἡ [[[γραῦς]]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 38· θυγατρὸς ἀντίπαιδος Εὐρ. Ἀνδρ. 326. ΙΙ. ὁ ἐκβεβηκὼς τοῦ παιδὸς τὴν ἡλικίαν, ὁ μὴ ὢν πλέον [[παῖς]], Σοφ. Ἀποσπ. 148· οὕτω παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς παρὰ Πολυβ. 15. 33, 12., 27. 13, 4. ― Πρβλ. [[ἀντίθεος]].
}}
{{bailly
|btext=παιδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> semblable à un enfant;<br /><b>2</b> encore presque enfant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[παῖς]].
}}
}}