Anonymous

κωμαστής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωμαστής''': -οῦ, ὁ, ([[κωμάζω]]) ὁ κωμάζων, ὁ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς κῶμον, Πλάτ. Συμπ. 212C, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7, κτλ.· [[ὄνομα]] κωμῳδιῶν τοῦ Ἐπιχάρμου καὶ ἄλλων. 2) ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, = ὁ [[εὔθυμος]] [[θεός]], Ἀριστοφ. Νεφ. 606.
|lstext='''κωμαστής''': -οῦ, ὁ, ([[κωμάζω]]) ὁ κωμάζων, ὁ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς κῶμον, Πλάτ. Συμπ. 212C, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7, κτλ.· [[ὄνομα]] κωμῳδιῶν τοῦ Ἐπιχάρμου καὶ ἄλλων. 2) ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, = ὁ [[εὔθυμος]] [[θεός]], Ἀριστοφ. Νεφ. 606.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui prend part à une fête [[κῶμος]];<br /><b>2</b> <i>adj.</i> qui consiste en un [[κῶμος]], avec accompagnement de [[κῶμος]].<br />'''Étymologie:''' [[κωμάζω]].
}}
}}