Anonymous

καθαιμάσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθαιμάσσω''': μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, [[ῥαντίζω]] ἢ κηλιδώνω μὲ [[αἷμα]], «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· [[χρόα]], δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. [[κάρα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε.
|lstext='''καθαιμάσσω''': μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, [[ῥαντίζω]] ἢ κηλιδώνω μὲ [[αἷμα]], «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· [[χρόα]], δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. [[κάρα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> καθῄμαξα;<br />ensanglanter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἱμάσσω]].
}}
}}