3,273,404
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθαιμάσσω''': μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, [[ῥαντίζω]] ἢ κηλιδώνω μὲ [[αἷμα]], «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· [[χρόα]], δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. [[κάρα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε. | |lstext='''καθαιμάσσω''': μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, [[ῥαντίζω]] ἢ κηλιδώνω μὲ [[αἷμα]], «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· [[χρόα]], δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. [[κάρα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> καθῄμαξα;<br />ensanglanter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἱμάσσω]]. | |||
}} | }} |