Anonymous

ἰλυσπάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰλυσπάομαι''': γραφόμενον καὶ [[εἰλυσπάομαι]], ἀποθ., [[ἕρπω]] συστρεφόμενος ὡς [[σκώληξ]], Πλάτ. Τίμ. 92Α, Αἰλ. π. Ζ. 8. 14., 9. 32, Πλούτ. 2. 567Β, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 1, 4, Ἰουδ. Πόλ. 3, 7, 21. - οὐσιαστ. ἰλύσπᾰσις, εως, ἡ, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 9. - ἐπίθ. ἰλυσπαστικός, ή, όν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 20.
|lstext='''ἰλυσπάομαι''': γραφόμενον καὶ [[εἰλυσπάομαι]], ἀποθ., [[ἕρπω]] συστρεφόμενος ὡς [[σκώληξ]], Πλάτ. Τίμ. 92Α, Αἰλ. π. Ζ. 8. 14., 9. 32, Πλούτ. 2. 567Β, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 1, 4, Ἰουδ. Πόλ. 3, 7, 21. - οὐσιαστ. ἰλύσπᾰσις, εως, ἡ, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 9. - ἐπίθ. ἰλυσπαστικός, ή, όν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 20.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />se rouler <i>ou</i> se tortiller.<br />'''Étymologie:''' DELG iotacisme p. [[εἰλυσπάομαι]].
}}
}}