Anonymous

περισπερχής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισπερχής''': -ές, ([[σπέρχω]]) [[βίαιος]], [[ὁρμητικός]], ὦ περισπερχὲς [[πάθος]], «[[βαρύ]], ἀμηχανίαν ἐμποιοῦν, περισσῶς κατεπεῖγον» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 982· πικρὸς καὶ π. Πλούτ. 2. 59D· ― π. ὀδύνῃσι, κεντούμενος ὑπὸ τῶν ὀδυνῶν, Ὀππ. Κυν. 4. 218, πρβλ. Ἁλ. 5. 145.
|lstext='''περισπερχής''': -ές, ([[σπέρχω]]) [[βίαιος]], [[ὁρμητικός]], ὦ περισπερχὲς [[πάθος]], «[[βαρύ]], ἀμηχανίαν ἐμποιοῦν, περισσῶς κατεπεῖγον» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 982· πικρὸς καὶ π. Πλούτ. 2. 59D· ― π. ὀδύνῃσι, κεντούμενος ὑπὸ τῶν ὀδυνῶν, Ὀππ. Κυν. 4. 218, πρβλ. Ἁλ. 5. 145.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> pressant, qui ne laisse pas de repos, <i>ou, selon d’autres</i> qui se précipite, impétueux;<br /><b>2</b> emporté, irascible.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπέρχω]].
}}
}}