Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιναμωρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐνᾰμωρέω''': ([[σινάμωρος]]) [[βλάπτω]], [[λυμαίνομαι]], [[καταστρέφω]] ἀκολάστως, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν Ἡρόδ. 1. 152, πρβλ. 8. 35· [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., σ. ἔς τι Παυσ. 2. 32, 3· ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις ἀκολάστως, αἰσχρῶς, λάγνως, γυνὴ συναμωρουμένη χαίρει Ἀριστοφ. Νεφ. 1070.
|lstext='''σῐνᾰμωρέω''': ([[σινάμωρος]]) [[βλάπτω]], [[λυμαίνομαι]], [[καταστρέφω]] ἀκολάστως, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν Ἡρόδ. 1. 152, πρβλ. 8. 35· [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., σ. ἔς τι Παυσ. 2. 32, 3· ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις ἀκολάστως, αἰσχρῶς, λάγνως, γυνὴ συναμωρουμένη χαίρει Ἀριστοφ. Νεφ. 1070.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> gâter ; piller, dévaster, acc.;<br /><b>2</b> mâchonner par gourmandise.<br />'''Étymologie:''' [[σινάμωρος]].
}}
}}