Anonymous

περιδείδω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιδείδω''': μέλλ. -δείσομαι· ἀόρ. α΄ περιέδεισα, παρ’ Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τοῖς τύποις περίδδεισαν, περιδδείσασα, κτλ.· πρκμ. περιδέδοικα, Ἐπικ. περίδείδια, Ὅμ. - Εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ ἢ φοβοῦμαι [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Ἰλ. Κ. 93, πρβλ. Ρ. 240· [[μετὰ]] δοτ. εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ διά τινα, [[Ἀθήνη]] πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσι Ο. 123· Αἴαντι περιδδείσαντες Ψ. 822· τῷ ῥα περίδδεισαν Λ. 508· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσι Ρ. 242· περιδδείσασ’ Ἀχιλῆι, μὴ.. Φ. 328· - μετ’ ἀπαρ., [[μεγάλως]] φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1203· μετ’ αἰτ., γαλέην περιδείδια Βατραχομ. 51.
|lstext='''περιδείδω''': μέλλ. -δείσομαι· ἀόρ. α΄ περιέδεισα, παρ’ Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τοῖς τύποις περίδδεισαν, περιδδείσασα, κτλ.· πρκμ. περιδέδοικα, Ἐπικ. περίδείδια, Ὅμ. - Εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ ἢ φοβοῦμαι [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Ἰλ. Κ. 93, πρβλ. Ρ. 240· [[μετὰ]] δοτ. εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ διά τινα, [[Ἀθήνη]] πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσι Ο. 123· Αἴαντι περιδδείσαντες Ψ. 822· τῷ ῥα περίδδεισαν Λ. 508· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσι Ρ. 242· περιδδείσασ’ Ἀχιλῆι, μὴ.. Φ. 328· - μετ’ ἀπαρ., [[μεγάλως]] φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1203· μετ’ αἰτ., γαλέην περιδείδια Βατραχομ. 51.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> περιδείσομαι, <i>ao.</i> περιέδεισα, <i>pf.</i> περιδείδια, <i>au sens du prés.</i><br />craindre beaucoup, acc. ; τινος <i>ou</i> τινι pour qqn <i>ou</i> qch ; [[μή]] IL craindre que… <i>ou</i> de ne ; τινι [[μή]] IL craindre pour qqn que ; ἐμῇ κεφαλῇ π. μὴ IL je crains pour ma tête que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δείδω]].
}}
}}