Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προκόμιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκόμιον''': τό, ([[κόμη]]) ἡ ἐπὶ τοῦ μετώπου πίπτουσα [[κόμη]] τοῦ ἵππου, Λατ. capronae, Ξεν. Ἱππ. 5. 6· τὸ πρ. τοῦ βονάσου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5. ΙΙ. [[ξένη]] [[κόμη]] [[μάλιστα]] ἡ περὶ τὸ [[μέτωπον]], οἵαν αἱ Περσίδες καὶ αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες συνήθιζον νὰ φέρωσιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 15, 3· πρ. πρόσθτον [[Πολυδ]]. Βϳ, 30· πρ. καὶ περίθετα Ἀθήν. 523Α· ― πρβλ. [[πηνίκη]], [[φενάκη]].
|lstext='''προκόμιον''': τό, ([[κόμη]]) ἡ ἐπὶ τοῦ μετώπου πίπτουσα [[κόμη]] τοῦ ἵππου, Λατ. capronae, Ξεν. Ἱππ. 5. 6· τὸ πρ. τοῦ βονάσου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5. ΙΙ. [[ξένη]] [[κόμη]] [[μάλιστα]] ἡ περὶ τὸ [[μέτωπον]], οἵαν αἱ Περσίδες καὶ αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες συνήθιζον νὰ φέρωσιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 15, 3· πρ. πρόσθτον [[Πολυδ]]. Βϳ, 30· πρ. καὶ περίθετα Ἀθήν. 523Α· ― πρβλ. [[πηνίκη]], [[φενάκη]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />touffe de cheveux <i>ou</i> de crins qui tombe sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόμη]].
}}
}}