3,277,719
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκόμιον''': τό, ([[κόμη]]) ἡ ἐπὶ τοῦ μετώπου πίπτουσα [[κόμη]] τοῦ ἵππου, Λατ. capronae, Ξεν. Ἱππ. 5. 6· τὸ πρ. τοῦ βονάσου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5. ΙΙ. [[ξένη]] [[κόμη]] [[μάλιστα]] ἡ περὶ τὸ [[μέτωπον]], οἵαν αἱ Περσίδες καὶ αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες συνήθιζον νὰ φέρωσιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 15, 3· πρ. πρόσθτον [[Πολυδ]]. Βϳ, 30· πρ. καὶ περίθετα Ἀθήν. 523Α· ― πρβλ. [[πηνίκη]], [[φενάκη]]. | |lstext='''προκόμιον''': τό, ([[κόμη]]) ἡ ἐπὶ τοῦ μετώπου πίπτουσα [[κόμη]] τοῦ ἵππου, Λατ. capronae, Ξεν. Ἱππ. 5. 6· τὸ πρ. τοῦ βονάσου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5. ΙΙ. [[ξένη]] [[κόμη]] [[μάλιστα]] ἡ περὶ τὸ [[μέτωπον]], οἵαν αἱ Περσίδες καὶ αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες συνήθιζον νὰ φέρωσιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 15, 3· πρ. πρόσθτον [[Πολυδ]]. Βϳ, 30· πρ. καὶ περίθετα Ἀθήν. 523Α· ― πρβλ. [[πηνίκη]], [[φενάκη]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />touffe de cheveux <i>ou</i> de crins qui tombe sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόμη]]. | |||
}} | }} |