Anonymous

πεδίον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεδίον''': τό, ([[πέδον]]) [[πεδιάς]], καὶ περιληπτικῶς πεδινὴ [[χώρα]], ἀνοικτή, ἐπί τε καλλιεργημένου τόπου καὶ ἐπὶ πεδίου μάχης, Ὅμ., Ἡσ. κλ.· Παρ’Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ.· ἀλλὰ πληθ. εν. Ἰλ. Μ. 283, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 386, καθὼς συνἠθως παρὰ τοῖς Ἀττ. παρὰ Τραγ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς θαλάσσης, δελφινοφόρον πόντου [[πεδίον]] Αἰσχύλ. Ἁποσπ. 150· πόντου π. Αἰγαῖον Ἴων παρὰ τῷ Σχολιαστ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 209· πρβλ. [[περίρρυτος]] 2. 2) παρ’ Ἀττικοῖς τὸ ἑνικὸν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπί τινος ἰδιαιτέρας πεδιάδος (πρβλ. [[πέδον]] 2), [[πεδίον]] Ἀσωποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 297· τὸ Τροίας π. Σοφ. Φιλ. 1435, ([[ἀλλά]], τὰ Τροίας π., [[αὐτόθι]] 1376)· τὸ Θήβης π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1321· Καΰστριον π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 68· τὸ Κιρραῖον π., ἐν Δελφοῖς, Αἰσχίν. 68, 36· τὰ Θετταλικὰ π. Πλάτ. Πολιτ. 264C· τὸ Ἄρειον π., τὸ Campus Martius, Διον. Ἁλ. 7. 57· - ἰδίως ἡ πεδιὰς τῆς Ἀττικῆς (ἴδε [[πεδιακός]]), Ἡρόδ. 1. 59, Θουκ. 2, 55, Ἰσαῖ. 53. 5· ἐν πεδίῳ, ἐπὶ εὐφόρου πεδιάδος, ἀντίθετον τῷ ἐν πέτραις, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 95. 3) ἱππέας εἰς [[πεδίον]] προκαλεῖσθαι «ἐπὶ τῶν τοὺς ἔν τισι βελτίους καὶ ἐπιστημονικωτέρους αὐτῶν εἰς ἔριν προκαλουμένων» (Σχολ.), Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. ΙΙ. τὸ [[μέρος]] τοῦ ποδὸς τὸ ἀμέσως πρὸ τῶν δακτύλων, «μέρη δὲ ποδὸς τὸ μὲν ἄνω πρὸ τῶν δακτύλων [[πεδίον]] ἢ [[ὄρος]] ἢ πολυόστεον, ἐξ’ ὀστῶν καὶ νεύρων συγκείμενον» [[Πολυδ]]. Β΄, 197, Γαλην. ΙΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 88. - Πρβλ. [[πέδον]].
|lstext='''πεδίον''': τό, ([[πέδον]]) [[πεδιάς]], καὶ περιληπτικῶς πεδινὴ [[χώρα]], ἀνοικτή, ἐπί τε καλλιεργημένου τόπου καὶ ἐπὶ πεδίου μάχης, Ὅμ., Ἡσ. κλ.· Παρ’Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ.· ἀλλὰ πληθ. εν. Ἰλ. Μ. 283, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 386, καθὼς συνἠθως παρὰ τοῖς Ἀττ. παρὰ Τραγ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς θαλάσσης, δελφινοφόρον πόντου [[πεδίον]] Αἰσχύλ. Ἁποσπ. 150· πόντου π. Αἰγαῖον Ἴων παρὰ τῷ Σχολιαστ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 209· πρβλ. [[περίρρυτος]] 2. 2) παρ’ Ἀττικοῖς τὸ ἑνικὸν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπί τινος ἰδιαιτέρας πεδιάδος (πρβλ. [[πέδον]] 2), [[πεδίον]] Ἀσωποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 297· τὸ Τροίας π. Σοφ. Φιλ. 1435, ([[ἀλλά]], τὰ Τροίας π., [[αὐτόθι]] 1376)· τὸ Θήβης π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1321· Καΰστριον π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 68· τὸ Κιρραῖον π., ἐν Δελφοῖς, Αἰσχίν. 68, 36· τὰ Θετταλικὰ π. Πλάτ. Πολιτ. 264C· τὸ Ἄρειον π., τὸ Campus Martius, Διον. Ἁλ. 7. 57· - ἰδίως ἡ πεδιὰς τῆς Ἀττικῆς (ἴδε [[πεδιακός]]), Ἡρόδ. 1. 59, Θουκ. 2, 55, Ἰσαῖ. 53. 5· ἐν πεδίῳ, ἐπὶ εὐφόρου πεδιάδος, ἀντίθετον τῷ ἐν πέτραις, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 95. 3) ἱππέας εἰς [[πεδίον]] προκαλεῖσθαι «ἐπὶ τῶν τοὺς ἔν τισι βελτίους καὶ ἐπιστημονικωτέρους αὐτῶν εἰς ἔριν προκαλουμένων» (Σχολ.), Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. ΙΙ. τὸ [[μέρος]] τοῦ ποδὸς τὸ ἀμέσως πρὸ τῶν δακτύλων, «μέρη δὲ ποδὸς τὸ μὲν ἄνω πρὸ τῶν δακτύλων [[πεδίον]] ἢ [[ὄρος]] ἢ πολυόστεον, ἐξ’ ὀστῶν καὶ νεύρων συγκείμενον» [[Πολυδ]]. Β΄, 197, Γαλην. ΙΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 88. - Πρβλ. [[πέδον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> plaine, <i>particul. en parl. de la plaine de</i> l’Attique;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πέδον]].
}}
}}