Anonymous

ὀξίνης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξίνης''': [ῐ], -ου, «ξινός», χυμὸς Πλούτ. 2. 913Β· - [[ὀξίνης]] (ἐξυπ. [[οἶνος]]), ὁ, ξινὸν κρασί, Ἕρμιππ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1· ὀξ. [[οἶνος]] [[αὐτόθι]] 9. 20, 4, Δίφιλος ἐν «Φιλαδέλφοις» 2· - διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὄξους, Πλούτ. 2. 732Β, 1047Ε. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων δυσάρεστον χαρακτῆρα, [[δύστροπος]], [[πολίτης]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1304· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1082. - Ἐν Γεωπ. 6. 4, 5, ἔχομεν τὸν τύπον [[ὄξινος]].
|lstext='''ὀξίνης''': [ῐ], -ου, «ξινός», χυμὸς Πλούτ. 2. 913Β· - [[ὀξίνης]] (ἐξυπ. [[οἶνος]]), ὁ, ξινὸν κρασί, Ἕρμιππ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1· ὀξ. [[οἶνος]] [[αὐτόθι]] 9. 20, 4, Δίφιλος ἐν «Φιλαδέλφοις» 2· - διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὄξους, Πλούτ. 2. 732Β, 1047Ε. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων δυσάρεστον χαρακτῆρα, [[δύστροπος]], [[πολίτης]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1304· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1082. - Ἐν Γεωπ. 6. 4, 5, ἔχομεν τὸν τύπον [[ὄξινος]].
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aigre, sur.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]].
}}
}}