Anonymous

χαλιναγωγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰλῑνᾰγωγέω''': τῷ χαλινῷ ἄγω, κυβερνῶ, χαλινώνω, [[ἀναχαιτίζω]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 70· τάς... τῶν ἡδονῶν ὀρέξεις, χαλιναγωγούσης (δηλ. τῆς ἡλικίας) ὁ αὐτ. ἐν Τυραννοκτ. 4· εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, [[οὗτος]] [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ [[σῶμα]] Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26, γ΄, 2.
|lstext='''χᾰλῑνᾰγωγέω''': τῷ χαλινῷ ἄγω, κυβερνῶ, χαλινώνω, [[ἀναχαιτίζω]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 70· τάς... τῶν ἡδονῶν ὀρέξεις, χαλιναγωγούσης (δηλ. τῆς ἡλικίας) ὁ αὐτ. ἐν Τυραννοκτ. 4· εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, [[οὗτος]] [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ [[σῶμα]] Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26, γ΄, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />conduire avec le frein.<br />'''Étymologie:''' [[χαλιναγωγός]].
}}
}}