3,274,216
edits
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρομερός''': -ά, -όν, ὁ τρέμων, τρ. γήρᾳ Εὐρ. Φοίν. 303, Ἡρ. Μαιν. 231. 2) τρέμων ἐκ φόβου, πεφοβημένος, Τρῳ. 176, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[φοβερός]], φόβον καὶ τρόμον ἐμποιῶν, Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 36. | |lstext='''τρομερός''': -ά, -όν, ὁ τρέμων, τρ. γήρᾳ Εὐρ. Φοίν. 303, Ἡρ. Μαιν. 231. 2) τρέμων ἐκ φόβου, πεφοβημένος, Τρῳ. 176, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[φοβερός]], φόβον καὶ τρόμον ἐμποιῶν, Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> tremblant ; <i>particul.</i> tremblant de crainte;<br /><b>2</b> qui fait trembler, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[τρόμος]]. | |||
}} | }} |