Anonymous

προσμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσμίγνῡμι''': Πλάτ. Νόμ. 878Β, ἢ συνηθέστερον [[προσμίσγω]], ἴδε κατωτ.: μέλλ. -μίξω, ἀόρ. -έμιξα. Ἑνώνω, [[συνάπτω]] ἢ [[προσπελάζω]] τι εἴς τι, τῇ θαλάττῃ τὴν πόλιν Πλουτ. Ἀλκιβ. 15· προσμίξας τῷ ποταμῷ τὸ δεξιὸν (δηλ. [[κέρας]]) Ἀρτοξ. 8· ― μεταφορ., πρ. δεσπόταν κράτει, ἄγω αὐτὸν εἰς βεβαίαν νίκην, Πινδ. Ο. 1. 34· καὶ τἀνάπαλιν, πρ. κίνδυνόν τινι Αἰσχίν. 74. 24· πρβλ. [[πελάζω]] Β. ΙΙ. ἀμετάβατ., συναναστρέφομαι, [[πλησιάζω]] τινά, ἐκείνῳ γ’ οὐδὲ προσμῖξαι Σοφ. Φιλ. 106· Ζηνὶ προσμίξων Εὐρ. Ἀποσπ. 903· ― ἐπὶ πραγμάτων, ὅρος ὅρῳ προσμιγνὺς Πλάτ. Νόμ. 878Β· ψυχὴ ἀρετῇ θείᾳ προσμίξασα [[αὐτόθι]] 904D· προσέμιξεν… [[τοὖπος]] ἡμῖν, ἦλθεν αἰφνιδίως εἰς ἡμᾶς, Σοφ. Τρ. 821· ― [[ἐπεὶ]] προσέμιξεν [[ἐγγὺς]] τοῦ στρατεύματος, ἦλθε πλησίον…, Θουκ. 4. 93, πρβλ. 7. 41· ἐγγύτερον ἐπί τινα Πλάτ. Πολιτ. 290C· αὐτοῖς [[ἐγγύθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 783Β. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, [[ἐπέρχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, συναντῶμαι μετά τινος ἐν μάχῃ, προσέμιξαν τοῖσι βαρβάροισι Ἡρόδ. 6. 112, πρβλ. 5. 64, κτλ.· οὕτω, πρὸς ἀταξίαν τοιαύτην… ὀργὴν προσμίξωμεν Θουκ. 7. 68· ― ἀπολ., [[μάχομαι]], ὅπῃ προσμίξειαν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 46· οἱ τελευταῖοι… προσέμιξαν, προσῆλθον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 2, 16· οἱ Σκύθαι ἄποροι προσμίσγειν, δύσκολον [[εἶναι]] νὰ συμπλακῇ τις πρὸς αὐτοὺς ἐκ τοῦ [[συστάδην]], Ἡρόδ. 4. 46. 3) [[ἔρχομαι]] ἢ [[ὑπάγω]] πλησίον… προσέμιξαν τῷ τείχει τῶν πολεμίων Θουκ. 3. 22· προσέμισγον τῷ ζεύγματι ὁ αὐτ. 7. 70· οὕτω, προσέμισγον πρὸς τὰς ἐπάλξεις ὁ αὐτ. 3. 22· [[ἀλλά]], πρὸς τὰς ἐντὸς [[[νέας]]] προσμῖξαι, νὰ ἐγγίσωσι [[πρός]]..., ὁ αὐτ. 7. 22, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 4, 21· εἰς… Πλουτ. Νικ. 17· ποιητικ. μετ’ αἰτ., μέλαθρα πρ. Εὐρ. Ὀρ. 1290. 4) προσέμιξαν τῇ Νάξῳ, τῇ Πελοποννήσῳ, τῇ Ἀσίῃ, ἔφθασαν, ἠγκυροβόλησαν, ἀπεβιβάσθησαν εἰς..., Ἡρόδ. 6. 96., 7. 168., 8. 130· τῷ Τάραντι προσμίσγειν Θουκ. 6. 104, πρβλ. 1. 46.
|lstext='''προσμίγνῡμι''': Πλάτ. Νόμ. 878Β, ἢ συνηθέστερον [[προσμίσγω]], ἴδε κατωτ.: μέλλ. -μίξω, ἀόρ. -έμιξα. Ἑνώνω, [[συνάπτω]] ἢ [[προσπελάζω]] τι εἴς τι, τῇ θαλάττῃ τὴν πόλιν Πλουτ. Ἀλκιβ. 15· προσμίξας τῷ ποταμῷ τὸ δεξιὸν (δηλ. [[κέρας]]) Ἀρτοξ. 8· ― μεταφορ., πρ. δεσπόταν κράτει, ἄγω αὐτὸν εἰς βεβαίαν νίκην, Πινδ. Ο. 1. 34· καὶ τἀνάπαλιν, πρ. κίνδυνόν τινι Αἰσχίν. 74. 24· πρβλ. [[πελάζω]] Β. ΙΙ. ἀμετάβατ., συναναστρέφομαι, [[πλησιάζω]] τινά, ἐκείνῳ γ’ οὐδὲ προσμῖξαι Σοφ. Φιλ. 106· Ζηνὶ προσμίξων Εὐρ. Ἀποσπ. 903· ― ἐπὶ πραγμάτων, ὅρος ὅρῳ προσμιγνὺς Πλάτ. Νόμ. 878Β· ψυχὴ ἀρετῇ θείᾳ προσμίξασα [[αὐτόθι]] 904D· προσέμιξεν… [[τοὖπος]] ἡμῖν, ἦλθεν αἰφνιδίως εἰς ἡμᾶς, Σοφ. Τρ. 821· ― [[ἐπεὶ]] προσέμιξεν [[ἐγγὺς]] τοῦ στρατεύματος, ἦλθε πλησίον…, Θουκ. 4. 93, πρβλ. 7. 41· ἐγγύτερον ἐπί τινα Πλάτ. Πολιτ. 290C· αὐτοῖς [[ἐγγύθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 783Β. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, [[ἐπέρχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, συναντῶμαι μετά τινος ἐν μάχῃ, προσέμιξαν τοῖσι βαρβάροισι Ἡρόδ. 6. 112, πρβλ. 5. 64, κτλ.· οὕτω, πρὸς ἀταξίαν τοιαύτην… ὀργὴν προσμίξωμεν Θουκ. 7. 68· ― ἀπολ., [[μάχομαι]], ὅπῃ προσμίξειαν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 46· οἱ τελευταῖοι… προσέμιξαν, προσῆλθον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 2, 16· οἱ Σκύθαι ἄποροι προσμίσγειν, δύσκολον [[εἶναι]] νὰ συμπλακῇ τις πρὸς αὐτοὺς ἐκ τοῦ [[συστάδην]], Ἡρόδ. 4. 46. 3) [[ἔρχομαι]] ἢ [[ὑπάγω]] πλησίον… προσέμιξαν τῷ τείχει τῶν πολεμίων Θουκ. 3. 22· προσέμισγον τῷ ζεύγματι ὁ αὐτ. 7. 70· οὕτω, προσέμισγον πρὸς τὰς ἐπάλξεις ὁ αὐτ. 3. 22· [[ἀλλά]], πρὸς τὰς ἐντὸς [[[νέας]]] προσμῖξαι, νὰ ἐγγίσωσι [[πρός]]..., ὁ αὐτ. 7. 22, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 4, 21· εἰς… Πλουτ. Νικ. 17· ποιητικ. μετ’ αἰτ., μέλαθρα πρ. Εὐρ. Ὀρ. 1290. 4) προσέμιξαν τῇ Νάξῳ, τῇ Πελοποννήσῳ, τῇ Ἀσίῃ, ἔφθασαν, ἠγκυροβόλησαν, ἀπεβιβάσθησαν εἰς..., Ἡρόδ. 6. 96., 7. 168., 8. 130· τῷ Τάραντι προσμίσγειν Θουκ. 6. 104, πρβλ. 1. 46.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσμείξω, <i>ao.</i> προσέμειξα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> mêler à ; unir à, joindre à, approcher de : [[τῇ]] θαλάττῃ τὴν πόλιν PLUT relier la ville à la mer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se mêler à :<br /><b>1</b> se joindre à, lier société avec, avoir commerce avec, τινι;<br /><b>2</b> en venir aux mains avec, attaquer, <i>dat. ou</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><b>3</b> se réunir à;<br /><b>4</b> se rapprocher de, τινι;<br /><b>5</b> parvenir à, entrer dans, acc. ; <i>particul.</i> aborder <i>en parl. de navires</i>, τινι ; <i>avec un suj. de chose</i> : προσέμειξεν [[τοὖπος]] [[ἡμῖν]] SOPH cette parole est venue jusqu’à nous.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μίγνυμι]].
}}
}}