Anonymous

προσχώρησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσχώρησις''': ἡ, τὸ προσχωρεῖν, πλησιάζειν, Πλάτ. Τίμ. 40C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙ. [[παράδοσις]], [[ὑποχώρησις]], Βυζ.
|lstext='''προσχώρησις''': ἡ, τὸ προσχωρεῖν, πλησιάζειν, Πλάτ. Τίμ. 40C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙ. [[παράδοσις]], [[ὑποχώρησις]], Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’aller vers, approche.<br />'''Étymologie:''' [[προσχωρέω]].
}}
}}