Anonymous

ἐχόντως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχόντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἔχω, ἐν τῇ φράσει: [[ἐχόντως]] νοῦν, [[νουνεχόντως]], Πλάτ. Νόμ. 686Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Α.
|lstext='''ἐχόντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἔχω, ἐν τῇ φράσει: [[ἐχόντως]] νοῦν, [[νουνεχόντως]], Πλάτ. Νόμ. 686Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. dans la locut.</i> [[ἐχόντως]] [[νοῦν]] HDT <i>c.</i> [[νουνεχόντως]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
}}