Anonymous

ὀκτώπους: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκτώπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, = [[ὀκτάπους]], Κρατῖν. ἐν «Θράτταις» 10· ὡς οὐσιαστ. ἀντὶ [[σκορπίος]], πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 26. ΙΙ. ὁ ἔχων [[μῆκος]], [[πλάτος]] ἢ [[ὕψος]] ὀκτὼ ποδῶν, Πλάτ. Μένων 82Ε, 83Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 33, κτλ.
|lstext='''ὀκτώπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, = [[ὀκτάπους]], Κρατῖν. ἐν «Θράτταις» 10· ὡς οὐσιαστ. ἀντὶ [[σκορπίος]], πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 26. ΙΙ. ὁ ἔχων [[μῆκος]], [[πλάτος]] ἢ [[ὕψος]] ὀκτὼ ποδῶν, Πλάτ. Μένων 82Ε, 83Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 33, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ώποδος<br /><b>1</b> long, large de huit pieds;<br /><b>2</b> ὁ [[ὀκτώπους]], qui marche sur huit pieds, <i>càd</i> le scorpion, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[πούς]].
}}
}}