Anonymous

ἐγκαθορμίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαθορμίζομαι''': μέσ., [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὸν λιμένα, ἀγκυροβολῶ, [[αὐτόσε]] Θουκ. 4. 1, πρβλ. Δίωνα Κ. 48. 49· [[οὕτως]] ἀόρ. παθ., Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 20, 8.
|lstext='''ἐγκαθορμίζομαι''': μέσ., [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὸν λιμένα, ἀγκυροβολῶ, [[αὐτόσε]] Θουκ. 4. 1, πρβλ. Δίωνα Κ. 48. 49· [[οὕτως]] ἀόρ. παθ., Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 20, 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐγκαθορμίσομαι;<br />entrer dans le port.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καθορμίζω]].
}}
}}