Anonymous

εἱργμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἱργμός''': μεταγεν. εἰργμός, ὁ, ([[εἴργω]]) [[δεσμός]], [[εἱρκτή]], [[ὥσπερ]] οἱ ἐκ τῶν εἱργμῶν εἰς τὰ ἱερὰ ἀποδιδράσκοντες Πλάτ. Πολ. 495D, Φαίδων 82Ε. ΙΙ. [[κάθειρξις]], φυλάκισις, [[μήτε]] φυγὴν Ἀριστείδου, [[μήτε]] εἱργμὸν Ἀναξαγόρου [[μήτε]] πενίαν Σωκράτους Πλούτ. 2. 84F.
|lstext='''εἱργμός''': μεταγεν. εἰργμός, ὁ, ([[εἴργω]]) [[δεσμός]], [[εἱρκτή]], [[ὥσπερ]] οἱ ἐκ τῶν εἱργμῶν εἰς τὰ ἱερὰ ἀποδιδράσκοντες Πλάτ. Πολ. 495D, Φαίδων 82Ε. ΙΙ. [[κάθειρξις]], φυλάκισις, [[μήτε]] φυγὴν Ἀριστείδου, [[μήτε]] εἱργμὸν Ἀναξαγόρου [[μήτε]] πενίαν Σωκράτους Πλούτ. 2. 84F.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de jeter en prison;<br /><b>2</b> prison;<br /><b>3</b> lien.<br />'''Étymologie:''' [[εἵργω]].
}}
}}