Anonymous

πολύστυλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύστῡλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.
|lstext='''πολύστῡλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux nombreuses colonnes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[στῦλος]].
}}
}}