Anonymous

οἰστροβολέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰστροβολέω''': πλήττω διὰ τοῦ κέντρου, κεντῶ, τινά, ἰδίως ἐπὶ τοῦ βέλους τοῦ ἔρωτος, [[τρεῖς]] δὲ θηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι πόθοι Ἀνθ. Π. 9. 16, 2.
|lstext='''οἰστροβολέω''': πλήττω διὰ τοῦ κέντρου, κεντῶ, τινά, ἰδίως ἐπὶ τοῦ βέλους τοῦ ἔρωτος, [[τρεῖς]] δὲ θηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι πόθοι Ἀνθ. Π. 9. 16, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />piquer de l’aiguillon du désir <i>ou</i> de la fureur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[βάλλω]].
}}
}}