Anonymous

διαιρετικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαιρετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς διαίρεσιν, ὃν δύναταί τις νὰ διαιρέσῃ, Πλάτ. Σοφ. 226C. 2) ἱκανὸς νὰ διαιρέσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, Πλούτ. 2. 952Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, διὰ διαιρέσεως γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 5, 4. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 802F. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορ., πρὸς διαίρεσιν [[κατάλληλος]], [[μεριστικός]], Ἑρμογ.
|lstext='''διαιρετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς διαίρεσιν, ὃν δύναταί τις νὰ διαιρέσῃ, Πλάτ. Σοφ. 226C. 2) ἱκανὸς νὰ διαιρέσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, Πλούτ. 2. 952Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, διὰ διαιρέσεως γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 5, 4. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 802F. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορ., πρὸς διαίρεσιν [[κατάλληλος]], [[μεριστικός]], Ἑρμογ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> divisible;<br /><b>2</b> qui sert <i>ou</i> peut servir à diviser.<br />'''Étymologie:''' [[διαιρέω]].
}}
}}