Anonymous

διατρίβω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατρίβω''': [ῑ], μέλλ. -ψω, - Παθ. ἀόρ. β΄ διετρίβην [ῐ]· -[[τρίβω]] [[μεταξύ]], [[τρίβω]] ἰσχυρῶς, χερσὶ διατρίψας Ἰλ. Λ. 847· -[[κατατρίβω]], [[καταναλίσκω]], [[φθείρω]], πάντα κατατρίβουσιν Ἀχαιοὶ Ὀδ. β.265· χρήματα Θέογν. 917· εἰς αἰτίας ἀλόγους δ. τὸ [[θεῖον]], [[κατατρίβω]], [[μεταβάλλω]] τὴν θείαν πρόνοιαν εἰς αἰτίας ἀλόγους, δηλ. [[ἀπορρίπτω]] τὴν πρόνοιαν παραδεχόμενος τὴν τύχην, Πλούτ. Νικ. 23.-Παθ., κάκιστα διατριβῆναι, καταστρέφομαι ἐντελῶς, ἀφανίζομαι, Ἡρόδ. 7.120, πρβλ. Θουκ. 8.78, πρβλ. [[ἐκτρίβω]] ΙΙ. ΙΙ. δ. χρόνον, Λατ. terere tempus, δαπανῶ χρόνον, Ἡρόδ. 1.189, Λυσ. 97.26· [[παρά]] τινι Ἡρόδ. 1.24, κτλ. οὕτω, δ. τινὰς ἡμέρας Ξεν. Ἑλλ. 6.5,49, κτλ.· [[ἐνιαυτός]] διετρίβη Θουκ. 1.125. 2) [[συχνάκις]] ἀπολ. ([[ἄνευ]] τοῦ χρόνον), [[φθείρω]] τὸν χρόνον, [[διέρχομαι]] αὐτόν ματαίως, οὐ μὴ διατρίψεις, μὴ ἀργοπορήσῃς. Ἀριστοφ. Βατρ. 462· δ. ἐν γυμνασίοις, διέχρχομαι τὸν χρόνον [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. Νεφ. 1002· ἐν ἄστει Ἀντιφῶν 113.4· ἐν ἀγρῷ Φιλήμ. Πυρρ. 1,6· [[αὐτοῦ]] [[ἔνδον]] Πλάτ. Πρωτ. 311Α· δ. μετ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. Φαίδωνι 59D, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]], ἀπασχολῶ, [[ἐνασχολῶ]] ἐμαυτόν, ἐνασχολοῦμαι, ἐν ζητήσει ὁ αὐτ. Ἀπολ. 29C· ἐν φιλοσοφίᾳ ὁ αὐτ. Θεαιτ. 173C· ἐπί τινι ὁ αύτ. Εὐθυδ. 305Α, Δημ. 22.25· [[ἀμφί]] τινι Ξεν. Ἱππ. 2,1· [[περί]] τινι Πλάτ. Φαίδωνι 90Β, Ἰσοκρ. 1C· πρὸς ἱππικῇ Πλάτ. Παρμ. 126C· πρὸς τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Πολ. 5.8,18 πρὸς φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 540Α· [[μετὰ]] μετοχ., δ. μελετῶν Ξεν. Κύρ. 1.2,12<br />β) [[ὡσαύτως]] ἀπολ., χάνω καιρόν, ἀργοπορῶ, [[βραδύνω]], Ἰλ. Τ.250, Ἀριστοφ. Ἱππ. 515, κτλ.· λέγε καὶ μὴ διάτριβε Πλάτ. Πολ. 472Β· διατέτριφα, ἔχω ἀφήσει τὸν χρόνον νὰ παρέλθῃ…, ὁ αύτ. Θεαιτ. 143Α·-[[μετὰ]] μετοχ., καθ’ ἕκαστα λέγων δ., χάνω καιρὸν ὁμιλῶν, Ἰσοκρ. 34Α, πρβλ. Δημ. 11.19. ΙΙΙ. [[ἀναβάλλω]] δι’ ἀργοπορίας παρακωλύω, [[ἐμποδίζω]], μή τι διατρίβειν ἐμὸν χόλον Ἰλ. Δ.42· οὔ τι [[διατρίβω]] μητρὸς γάμον Ὀδ. Υ.341· ἄριστον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προς. καὶ πράγμ., [[ὄφρα]] κεν ἥ γε διατρίβησιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον,… τοῖς ἀναβάλλῃ τὸν χρόνον τοῦ γάμου της, Ὀδ. β.204· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγματος, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο, ἂς μὴ χάνωμεν πολὺν καιρὸν ἐν τῇ ὁδῷ, καθ’ὁδόν, [[αὐτόθι]] 404 [[οὕτως]] ἐν μέσῳ τύπῳ, μη τι διατριβώμευθα πείρης Ἀπολλ. Ρόδ. Β.883.
|lstext='''διατρίβω''': [ῑ], μέλλ. -ψω, - Παθ. ἀόρ. β΄ διετρίβην [ῐ]· -[[τρίβω]] [[μεταξύ]], [[τρίβω]] ἰσχυρῶς, χερσὶ διατρίψας Ἰλ. Λ. 847· -[[κατατρίβω]], [[καταναλίσκω]], [[φθείρω]], πάντα κατατρίβουσιν Ἀχαιοὶ Ὀδ. β.265· χρήματα Θέογν. 917· εἰς αἰτίας ἀλόγους δ. τὸ [[θεῖον]], [[κατατρίβω]], [[μεταβάλλω]] τὴν θείαν πρόνοιαν εἰς αἰτίας ἀλόγους, δηλ. [[ἀπορρίπτω]] τὴν πρόνοιαν παραδεχόμενος τὴν τύχην, Πλούτ. Νικ. 23.-Παθ., κάκιστα διατριβῆναι, καταστρέφομαι ἐντελῶς, ἀφανίζομαι, Ἡρόδ. 7.120, πρβλ. Θουκ. 8.78, πρβλ. [[ἐκτρίβω]] ΙΙ. ΙΙ. δ. χρόνον, Λατ. terere tempus, δαπανῶ χρόνον, Ἡρόδ. 1.189, Λυσ. 97.26· [[παρά]] τινι Ἡρόδ. 1.24, κτλ. οὕτω, δ. τινὰς ἡμέρας Ξεν. Ἑλλ. 6.5,49, κτλ.· [[ἐνιαυτός]] διετρίβη Θουκ. 1.125. 2) [[συχνάκις]] ἀπολ. ([[ἄνευ]] τοῦ χρόνον), [[φθείρω]] τὸν χρόνον, [[διέρχομαι]] αὐτόν ματαίως, οὐ μὴ διατρίψεις, μὴ ἀργοπορήσῃς. Ἀριστοφ. Βατρ. 462· δ. ἐν γυμνασίοις, διέχρχομαι τὸν χρόνον [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. Νεφ. 1002· ἐν ἄστει Ἀντιφῶν 113.4· ἐν ἀγρῷ Φιλήμ. Πυρρ. 1,6· [[αὐτοῦ]] [[ἔνδον]] Πλάτ. Πρωτ. 311Α· δ. μετ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. Φαίδωνι 59D, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]], ἀπασχολῶ, [[ἐνασχολῶ]] ἐμαυτόν, ἐνασχολοῦμαι, ἐν ζητήσει ὁ αὐτ. Ἀπολ. 29C· ἐν φιλοσοφίᾳ ὁ αὐτ. Θεαιτ. 173C· ἐπί τινι ὁ αύτ. Εὐθυδ. 305Α, Δημ. 22.25· [[ἀμφί]] τινι Ξεν. Ἱππ. 2,1· [[περί]] τινι Πλάτ. Φαίδωνι 90Β, Ἰσοκρ. 1C· πρὸς ἱππικῇ Πλάτ. Παρμ. 126C· πρὸς τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Πολ. 5.8,18 πρὸς φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 540Α· [[μετὰ]] μετοχ., δ. μελετῶν Ξεν. Κύρ. 1.2,12<br />β) [[ὡσαύτως]] ἀπολ., χάνω καιρόν, ἀργοπορῶ, [[βραδύνω]], Ἰλ. Τ.250, Ἀριστοφ. Ἱππ. 515, κτλ.· λέγε καὶ μὴ διάτριβε Πλάτ. Πολ. 472Β· διατέτριφα, ἔχω ἀφήσει τὸν χρόνον νὰ παρέλθῃ…, ὁ αύτ. Θεαιτ. 143Α·-[[μετὰ]] μετοχ., καθ’ ἕκαστα λέγων δ., χάνω καιρὸν ὁμιλῶν, Ἰσοκρ. 34Α, πρβλ. Δημ. 11.19. ΙΙΙ. [[ἀναβάλλω]] δι’ ἀργοπορίας παρακωλύω, [[ἐμποδίζω]], μή τι διατρίβειν ἐμὸν χόλον Ἰλ. Δ.42· οὔ τι [[διατρίβω]] μητρὸς γάμον Ὀδ. Υ.341· ἄριστον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προς. καὶ πράγμ., [[ὄφρα]] κεν ἥ γε διατρίβησιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον,… τοῖς ἀναβάλλῃ τὸν χρόνον τοῦ γάμου της, Ὀδ. β.204· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγματος, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο, ἂς μὴ χάνωμεν πολὺν καιρὸν ἐν τῇ ὁδῷ, καθ’ὁδόν, [[αὐτόθι]] 404 [[οὕτως]] ἐν μέσῳ τύπῳ, μη τι διατριβώμευθα πείρης Ἀπολλ. Ρόδ. Β.883.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διατρίψω, <i>ao.2 Pass.</i> διετρίβην, <i>pf.</i> διατέτριμμαι;<br /><b>I.</b> frotter <i>ou</i> gratter à travers, <i>d’où</i><br /><b>1</b> arracher en grattant : ῥίζαν IL extirper une racine;<br /><b>2</b> user par le frottement ; consumer, perdre, détruire : κάκιστα διατριβῆναι HDT être broyé, <i>càd</i> périr misérablement;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> passer le temps, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de temps</i> remettre, différer : χόλον IL user la colère (de qqn), en retarder <i>ou</i> en contenir l’explosion ; γάμον OD retarder un mariage ; τινα δ. γάμον OD faire attendre à qqn, <i>càd</i> remettre sans cesse un mariage ; μὴ δ. ὁδοῖο OD ne pas perdre de temps à se mettre en route ; δ. χρόνον HDT employer du temps, passer du temps ; <i>abs.</i> δ. [[μετά]] τινος PLAT passer le temps avec qqn, <i>càd</i> s’entretenir avec qqn ; ἔν τινι, [[περί]] [[τι]], [[ἐπί]] τινι employer son temps à qch, s’occuper de qch ; <i>avec un</i> part., passer son temps à faire qch ; <i>abs., en mauv. part</i> passer son temps, perdre son temps;<br /><b>2</b> <i>avec idée de lieu</i> passer son temps qqe part, séjourner : [[ἐν]] ταῖς ὁδοῖς XÉN sur les routes.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τρίβω]].
}}
}}