3,274,754
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀριστερός''': -ά, -όν, [[ἀριστερός]], εἰς τὰ ἀριστερά, Λατ. sinister, ἐπ’ ἀριστερά, πρὸς τὰ ἀριστερά, Ἰλ. Β. 526. κ. ἀλλ.· ἐπ’ ἀριστερὰ χειρὸς Ὀδ. Ε. 277· ἐπ’ ἀρ. χειρῶν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1266· παρ’ ἀριστερὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17, 151, 3156. 2) ἀριστερὰ ([[μετὰ]] ἢ [[ἄνευ]] τοῦ [[χείρ]]), ἡ, ἡ ἀριστερὰ [[χείρ]], ἐξ ἀριστερῆς χειρός, «ἀπὸ τὸ ἀριστερὸν χέρι», Ἡρόδ. 2. 30· ἢ ἀπλῶς, ἀριστερῆς χ. ὁ αὐτ. 4. 34: [[οὕτως]], ἐξ ἀριστερᾶς Σοφ. Φ. 20, Πλάτ., κλ.· οὑξ ἁριστερᾶς .. ναὸς Σοφ. Ἠλ. 7· ἐς ἀριστερήν, ἐν ἀριστερῇ Ἡρόδ. 7. 42. 3) μεταφορ., προμηνύων κακόν, δυσοίωνος, [[διότι]] εἰς [[ἀρχαῖον]] Ἕλληνα οἰωνοσκόπον βλέποντα πρὸς βορρᾶν οἱ δυσμικοὶ ἢ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν [[ὄρνις]] Ὀδ. Υ. 242, κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαγωγῆς ἀτόπου, πεπλανημένης, ἄφρονος, παρεκτρεπομένης τοῦ ὀρθοῦ, [[φρενόθεν]] ἐπ’ ἀριστερὰ .. ἔβας, ἐξέκλινες πρὸς τὰ ἀριστερὰ τῶν φρενῶν σου, Σοφ. Αἴ. 183. -Πρβλ. ἐπὶ πᾶσι τὸ [[ἐπαρίστερος]]. (Ὁ Λήψιος παρὰ Δοναλδσῶνι ἐν Νέῳ Κρατύλῳ 203 σχετίζει τὸ ἀριστερὸς πρὸς τὸ Λατ. si-nist-er.) | |lstext='''ἀριστερός''': -ά, -όν, [[ἀριστερός]], εἰς τὰ ἀριστερά, Λατ. sinister, ἐπ’ ἀριστερά, πρὸς τὰ ἀριστερά, Ἰλ. Β. 526. κ. ἀλλ.· ἐπ’ ἀριστερὰ χειρὸς Ὀδ. Ε. 277· ἐπ’ ἀρ. χειρῶν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1266· παρ’ ἀριστερὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17, 151, 3156. 2) ἀριστερὰ ([[μετὰ]] ἢ [[ἄνευ]] τοῦ [[χείρ]]), ἡ, ἡ ἀριστερὰ [[χείρ]], ἐξ ἀριστερῆς χειρός, «ἀπὸ τὸ ἀριστερὸν χέρι», Ἡρόδ. 2. 30· ἢ ἀπλῶς, ἀριστερῆς χ. ὁ αὐτ. 4. 34: [[οὕτως]], ἐξ ἀριστερᾶς Σοφ. Φ. 20, Πλάτ., κλ.· οὑξ ἁριστερᾶς .. ναὸς Σοφ. Ἠλ. 7· ἐς ἀριστερήν, ἐν ἀριστερῇ Ἡρόδ. 7. 42. 3) μεταφορ., προμηνύων κακόν, δυσοίωνος, [[διότι]] εἰς [[ἀρχαῖον]] Ἕλληνα οἰωνοσκόπον βλέποντα πρὸς βορρᾶν οἱ δυσμικοὶ ἢ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν [[ὄρνις]] Ὀδ. Υ. 242, κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαγωγῆς ἀτόπου, πεπλανημένης, ἄφρονος, παρεκτρεπομένης τοῦ ὀρθοῦ, [[φρενόθεν]] ἐπ’ ἀριστερὰ .. ἔβας, ἐξέκλινες πρὸς τὰ ἀριστερὰ τῶν φρενῶν σου, Σοφ. Αἴ. 183. -Πρβλ. ἐπὶ πᾶσι τὸ [[ἐπαρίστερος]]. (Ὁ Λήψιος παρὰ Δοναλδσῶνι ἐν Νέῳ Κρατύλῳ 203 σχετίζει τὸ ἀριστερὸς πρὸς τὸ Λατ. si-nist-er.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>I.</b> situé à gauche : ἐπ’ ἀριστερὰ χειρός OD, ἐπ’ [[ἀριστερά]] IL, ATT à gauche, du côté gauche ; ἡ [[ἀριστερά]] ([[χείρ]]) la main gauche, le côté gauche ; [[ἐξ]] ἀριστερᾶς SOPH, [[ἐν]] ἀριστερῇ HDT vers la gauche;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> qui est hors du droit chemin : ἐπ’ [[ἀριστερά]] SOPH hors du droit chemin, de la droite raison;<br /><b>2</b> sinistre, de mauvais augure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστος]], par euphém. | |||
}} | }} |