χυλός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χῡλός''': -οῦ, ὁ, (χέω) ἐν χρήσει [[καθόλου]] ὡς τὸ [[χυμός]], ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ [[αὐτοῦ]] ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ, [[ὅστις]] νομίζει ὅτι ἡ πρώτη [[σημασία]] τοῦ χυλὸς [[εἶναι]] [[ὀπός]], τὸ ἐν τοῖς φυτοῖς ὑπάρχον ὑγρόν, ἡ δὲ πρώτη [[σημασία]] τοῦ χυμὸς [[εἶναι]] [[γεῦσις]]· ἐν ᾧ ὁ [[Ὠρίων]] ἐν τῷ Ἐτυμ. σ. 163 διακρίνει ὧδε: χυλὸς ὁ δι’ ἐψήσεως δηλ. βρασμοῦ, χυμὸς δὲ τὸ ἐν τοῖς φυτοῖς ὑγρὸν ἐν τῇ φυσικῇ [[αὐτοῦ]] καταστάσει· οἱ παλαιότεροι, [[οἷον]] ὁ Ἱππ., προκρίνουσι τὸ [[χυλός]], ὁ δὲ Ἀριστ. τὸ [[χυμός]]· Ι. ὁ ὀπὸς ἢ χυμὸς τῶν φυτῶν, χυλῶν στακτῶν [[εἴτε]] ἀνθῶν ἢ καρπῶν Πλάτ. Κριτί. 115Α, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 11, 1, π. Χρωμ. 5, 27, περὶ Ἀκουστ. 30. 2) ἐπὶ ζωϊκῶν χυμῶν, ὁ αὐτ. περὶ Χρωμ. 4, 1. 3) τὸ ὑγρὸν τὸ ὁποῖον παρασκευάζεται ἐκ τῆς πέψεως τῶν τροφῶν, Γαλην.· ἴδε χυμὸς Ι. 3. 4) [[ἀφέψημα]] χονδροαλεσμένης κριθῆς, ἀπορριπτομένων διὰ διυλίσεως τῶν κριθῶν ἢ χόνδρων, ἐνῷ ἡ [[πτισάνη]] ἐλαμβάνετο [[ἄνευ]] διυλίσεως, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 384, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· οὕτω καὶ Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 111, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 2, 6· καὶ ἐν τῷ πληθ., καὶ ποιῶ χυλοὺς ἐχομένους δριμύτητος Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 46. ΙΙ. ὡς τὸ χυμὸς ΙΙ, ἡ [[γεῦσις]] πράγματός τινος, [[ἐπειδὴ]] αὕτη προέρχεται ἐκ τοῦ χυμοῦ [[αὐτοῦ]], αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναῖ Μητρόδωρος παρ’ Ἀθην. 280Α, Ἐπίκουρος [[αὐτόθι]]· - μεταφορ., χ. στωμυλμάτων, φιλίας Ἀριστ. Βάτρ. 943, Εἰρ. 997.
|lstext='''χῡλός''': -οῦ, ὁ, (χέω) ἐν χρήσει [[καθόλου]] ὡς τὸ [[χυμός]], ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ [[αὐτοῦ]] ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ, [[ὅστις]] νομίζει ὅτι ἡ πρώτη [[σημασία]] τοῦ χυλὸς [[εἶναι]] [[ὀπός]], τὸ ἐν τοῖς φυτοῖς ὑπάρχον ὑγρόν, ἡ δὲ πρώτη [[σημασία]] τοῦ χυμὸς [[εἶναι]] [[γεῦσις]]· ἐν ᾧ ὁ [[Ὠρίων]] ἐν τῷ Ἐτυμ. σ. 163 διακρίνει ὧδε: χυλὸς ὁ δι’ ἐψήσεως δηλ. βρασμοῦ, χυμὸς δὲ τὸ ἐν τοῖς φυτοῖς ὑγρὸν ἐν τῇ φυσικῇ [[αὐτοῦ]] καταστάσει· οἱ παλαιότεροι, [[οἷον]] ὁ Ἱππ., προκρίνουσι τὸ [[χυλός]], ὁ δὲ Ἀριστ. τὸ [[χυμός]]· Ι. ὁ ὀπὸς ἢ χυμὸς τῶν φυτῶν, χυλῶν στακτῶν [[εἴτε]] ἀνθῶν ἢ καρπῶν Πλάτ. Κριτί. 115Α, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 11, 1, π. Χρωμ. 5, 27, περὶ Ἀκουστ. 30. 2) ἐπὶ ζωϊκῶν χυμῶν, ὁ αὐτ. περὶ Χρωμ. 4, 1. 3) τὸ ὑγρὸν τὸ ὁποῖον παρασκευάζεται ἐκ τῆς πέψεως τῶν τροφῶν, Γαλην.· ἴδε χυμὸς Ι. 3. 4) [[ἀφέψημα]] χονδροαλεσμένης κριθῆς, ἀπορριπτομένων διὰ διυλίσεως τῶν κριθῶν ἢ χόνδρων, ἐνῷ ἡ [[πτισάνη]] ἐλαμβάνετο [[ἄνευ]] διυλίσεως, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 384, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· οὕτω καὶ Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 111, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 2, 6· καὶ ἐν τῷ πληθ., καὶ ποιῶ χυλοὺς ἐχομένους δριμύτητος Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 46. ΙΙ. ὡς τὸ χυμὸς ΙΙ, ἡ [[γεῦσις]] πράγματός τινος, [[ἐπειδὴ]] αὕτη προέρχεται ἐκ τοῦ χυμοῦ [[αὐτοῦ]], αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναῖ Μητρόδωρος παρ’ Ἀθην. 280Α, Ἐπίκουρος [[αὐτόθι]]· - μεταφορ., χ. στωμυλμάτων, φιλίας Ἀριστ. Βάτρ. 943, Εἰρ. 997.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />suc, jus.<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
}}
}}