3,274,916
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παχνόω''': ([[πάχνη]]) παγώνω, [[συμπήγνυμι]], [[κάμνω]] τι συμπαγές, Πλούτ. 2. 396Β. 736Α. ― Παθ. πεπαχνῶσθαι Γεωπ. 12. 17. 2) μεταφορ., ὡς τὸ [[πήγνυμι]], παγώνω τι, [[ἐπάχνωσεν]] φίλον [[ἦτορ]], ἐπάγωσε τὴν καρδίαν του, ἔκαμε τὸ [[αἷμα]] του νὰ παγώσῃ, «παχνοῦν γὰρ τὸ λυποῦν, ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς πάχνης, τῆς λυπούσης τὰ λήϊα»(Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 358· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[ἦτορ]] παχνοῦται, ἡ καρδία του γίνεται ψυχρὰ καὶ σκληρὰ [ἐκ τῆς θλίψεως], Ἰλ. Ρ. 112· παχνοῦσθαι πένθεσιν, λύπῃ Αἰσχύλ. Χο. 83, Εὐρ. Ἱππ. 103 οὕτω Λατ., adstrictum frigore pectus Ovid.· πρβλ. [[παιδοβόρος]]. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παχνουμένης· ἀνιωμένης», καὶ «παχνοῦται· θυμοῦται. πήσσεται. παρὰ τὴν πάχνην. φρίσσει. λυπεῖται. ἀνιᾶται». | |lstext='''παχνόω''': ([[πάχνη]]) παγώνω, [[συμπήγνυμι]], [[κάμνω]] τι συμπαγές, Πλούτ. 2. 396Β. 736Α. ― Παθ. πεπαχνῶσθαι Γεωπ. 12. 17. 2) μεταφορ., ὡς τὸ [[πήγνυμι]], παγώνω τι, [[ἐπάχνωσεν]] φίλον [[ἦτορ]], ἐπάγωσε τὴν καρδίαν του, ἔκαμε τὸ [[αἷμα]] του νὰ παγώσῃ, «παχνοῦν γὰρ τὸ λυποῦν, ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς πάχνης, τῆς λυπούσης τὰ λήϊα»(Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 358· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[ἦτορ]] παχνοῦται, ἡ καρδία του γίνεται ψυχρὰ καὶ σκληρὰ [ἐκ τῆς θλίψεως], Ἰλ. Ρ. 112· παχνοῦσθαι πένθεσιν, λύπῃ Αἰσχύλ. Χο. 83, Εὐρ. Ἱππ. 103 οὕτω Λατ., adstrictum frigore pectus Ovid.· πρβλ. [[παιδοβόρος]]. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παχνουμένης· ἀνιωμένης», καὶ «παχνοῦται· θυμοῦται. πήσσεται. παρὰ τὴν πάχνην. φρίσσει. λυπεῖται. ἀνιᾶται». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> épaissir, coaguler, figer, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> figer, contracter ; <i>Pass.</i> se figer, se contracter.<br />'''Étymologie:''' [[πάχνη]]. | |||
}} | }} |