3,274,447
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῑτός''': -ή, -όν, (ἴδε λίς, ἡ) [[ἁπλοῦς]], [[λεῖος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς πράγματα κατειργασμένα ἢ κεντητά, λιτὸν [[χλαμύδιον]] Μένανδρ. ἐν «Σικυωνίῳ» 2· πρβλ. λίς· - [[ὅθεν]], ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. simplex ἢ tenuis, [[ἁπλοῦς]], [[ἀπέριττος]], [[ἀκαλλώπιστος]], ἐπὶ ὕφους, Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 2, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 23, ἀλ.· [[συχνάκις]] ἐπὶ διαίτης ἢ τρόπου τοῦ βίου, [[ἁπλοῦς]], [[ἀπέριττος]], [[λιτός]], λιταὶ τράπεζαι Ψευδο-Φωκυλ. 76· οἱ λ. χυλοὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 130· λ. [[βίος]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 93· τροφὴ λιτοτάτη Ἀθήν. 191F· λιτὴ [[δίαιτα]] Πλούτ. 2. 668F, πρβλ. 125D. κτλ.· τὸ λιτόν, [[λιτότης]], Μ. Ἀντων. 1. 3· - καὶ ἐπὶ προσώπων, λ. γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει Διον. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5· λ. καὶ [[αὐτάρκης]] Πολύβ. 6. 48, 7· κατὰ τὴν σίτησιν ὁ αὐτ. 11. 10, 3· λ. περὶ δίαιταν Πλούτ. 2. 709Β· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. [[μετὰ]] λιτότητος, ἀπερίττως, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 6, Ἀνθ. Π. 7. 156· λ. βιοῦν Διογ. Λ. 6. 105. 2) [[μικρός]], [[ὀλίγος]], ὀλίγους [[ἄξιος]], [[ὀλιγοδάπανος]], [[τάφος]] Ἀνθ. Π. 7. 73, πρβλ. 7. 18, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ- 25· ἐπὶ προσώπων, ἀντίθετ. τῷ [[μέγας]], Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 10· [[πολισμάτιον]] Πολύβ. 32. 23, 3· - ἐπίρρ. λιτῶς, λ. ἡψημένα Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἡ λέξ. δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ. [Ἂν καὶ τὸ ι [[εἶναι]] μακρὸν ([[ὅθεν]] [[ἐνίοτε]] φέρεται [[λειτός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2258. 8, Φώτ.], [[ὅμως]] μεταγεν. ποιηταὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ ὡς βραχύ, π.χ. λῐτὰ δεῖπνα Νόνν. Δ. 17. 59· τὸ τοῦ Ἀλεξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 296D, Ὀρφ. Ἀργ. 92, λῐτὴ [[γαῖα]], κοινῶς ἑρμηνεύεται, [[ἀκαλλιέργητος]] γῆ.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107. | |lstext='''λῑτός''': -ή, -όν, (ἴδε λίς, ἡ) [[ἁπλοῦς]], [[λεῖος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς πράγματα κατειργασμένα ἢ κεντητά, λιτὸν [[χλαμύδιον]] Μένανδρ. ἐν «Σικυωνίῳ» 2· πρβλ. λίς· - [[ὅθεν]], ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. simplex ἢ tenuis, [[ἁπλοῦς]], [[ἀπέριττος]], [[ἀκαλλώπιστος]], ἐπὶ ὕφους, Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 2, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 23, ἀλ.· [[συχνάκις]] ἐπὶ διαίτης ἢ τρόπου τοῦ βίου, [[ἁπλοῦς]], [[ἀπέριττος]], [[λιτός]], λιταὶ τράπεζαι Ψευδο-Φωκυλ. 76· οἱ λ. χυλοὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 130· λ. [[βίος]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 93· τροφὴ λιτοτάτη Ἀθήν. 191F· λιτὴ [[δίαιτα]] Πλούτ. 2. 668F, πρβλ. 125D. κτλ.· τὸ λιτόν, [[λιτότης]], Μ. Ἀντων. 1. 3· - καὶ ἐπὶ προσώπων, λ. γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει Διον. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5· λ. καὶ [[αὐτάρκης]] Πολύβ. 6. 48, 7· κατὰ τὴν σίτησιν ὁ αὐτ. 11. 10, 3· λ. περὶ δίαιταν Πλούτ. 2. 709Β· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. [[μετὰ]] λιτότητος, ἀπερίττως, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 6, Ἀνθ. Π. 7. 156· λ. βιοῦν Διογ. Λ. 6. 105. 2) [[μικρός]], [[ὀλίγος]], ὀλίγους [[ἄξιος]], [[ὀλιγοδάπανος]], [[τάφος]] Ἀνθ. Π. 7. 73, πρβλ. 7. 18, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ- 25· ἐπὶ προσώπων, ἀντίθετ. τῷ [[μέγας]], Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 10· [[πολισμάτιον]] Πολύβ. 32. 23, 3· - ἐπίρρ. λιτῶς, λ. ἡψημένα Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἡ λέξ. δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ. [Ἂν καὶ τὸ ι [[εἶναι]] μακρὸν ([[ὅθεν]] [[ἐνίοτε]] φέρεται [[λειτός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2258. 8, Φώτ.], [[ὅμως]] μεταγεν. ποιηταὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ ὡς βραχύ, π.χ. λῐτὰ δεῖπνα Νόνν. Δ. 17. 59· τὸ τοῦ Ἀλεξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 296D, Ὀρφ. Ἀργ. 92, λῐτὴ [[γαῖα]], κοινῶς ἑρμηνεύεται, [[ἀκαλλιέργητος]] γῆ.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> simple, sans apprêts : λιτὴ [[δίαιτα]] PLUT régime simple ; λιτὸς περὶ δίαιταν PLUT simple dans sa nourriture, son régime ; τὸ λιτόν, la simplicité, la frugalité ; <i>en parl. du style</i> simple, sans élévation;<br /><b>2</b> pauvre, chétif, faible, petit.<br />'''Étymologie:''' [[λίς]]² ; cf. [[λεῖος]]. | |||
}} | }} |