Anonymous

παραστατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραστᾰτέω''': ἵσταμαι πλησίον, ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 877· [[φόβος]] ἀνθ’ ὕπνου π. [[αὐτόθι]] 14· π. πινι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 669· π. τινι [[πέλας]] ἢ πλησίον Σοφ. Ο. Τ. 400, Εὐρ. Φοίν. 160. 2) παρίσταμαι, δηλ. [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, βοηθῶ, τινι Σοφ. Ἠλ. 917, κτλ· ἐν γόοις π. [τινι] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1079.
|lstext='''παραστᾰτέω''': ἵσταμαι πλησίον, ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 877· [[φόβος]] ἀνθ’ ὕπνου π. [[αὐτόθι]] 14· π. πινι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 669· π. τινι [[πέλας]] ἢ πλησίον Σοφ. Ο. Τ. 400, Εὐρ. Φοίν. 160. 2) παρίσταμαι, δηλ. [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, βοηθῶ, τινι Σοφ. Ἠλ. 917, κτλ· ἐν γόοις π. [τινι] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1079.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se tenir auprès de, τινι;<br /><b>2</b> assister, secourir, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παραστάτης]].
}}
}}