Anonymous

ἐμπορικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς [[ἐμπόριον]], ὡς καὶ νῦν, [[οἶκος]] Στησίχ. 78˙ ἐμπ. [[τέχνη]] ἢ ἐμπορικὴ μόνον = [[ἐμπορία]], Πλάτ. Εὐθύφρων 14Ε, Σοφ. 223D, κ. ἀλλ.˙ οὕτω, τὰ ἐμπορικὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 842D· ἐμπ. δίκαι (πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5), Δημ. 79. 23, Ἀριστ. Πολ. Ἀθην. σ. 87. 8 (ἔκδ. Blass)˙ κατὰ τοὺς ἐμπ. νόμους Δημ. 924. 11˙ ἐμπ. συμβόλαια ὁ αὐτ. 940. 6˙ τὰ ἐμπ. χρήματα, χρήματα πρὸς ἐμπορίαν, [[αὐτόθι]] 20, ἴδε κατωτ. 2˙ ἡ μνᾶ ἡ ἐμπ., ἡ ἐν τῷ ἐμπορίῳ [[συνήθης]] μνᾶ (ἥτις κατὰ τὸν ὑπολογισμὸν τοῦ Böckh ἔχει λόγον πρὸς τὴν κοινὴν μνᾶν ὡς τὸ 69 πρὸς τὸ 50), Συλλ. Ἐπιγρ. 123, ἴδε σ. 168, §4˙ ἐμπορικόν, τό, ἡ [[τάξις]] τῶν θαλασσινῶν ἐμπόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21. 2) ὁ εἰσαγόμενος [[ἔξωθεν]], [[ξένος]], ἐμπ. χρήματα διεμπολᾶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 974˙ [[φόρτος]] Πλουτ. Λυκοῦργ. 9. 3) ἐμπορικὰ διηγήματα, διηγήματα ταξειδιωτῶν, Πολύβ. 4. 39, 11. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπορικῶς, Στράβ. 376.
|lstext='''ἐμπορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς [[ἐμπόριον]], ὡς καὶ νῦν, [[οἶκος]] Στησίχ. 78˙ ἐμπ. [[τέχνη]] ἢ ἐμπορικὴ μόνον = [[ἐμπορία]], Πλάτ. Εὐθύφρων 14Ε, Σοφ. 223D, κ. ἀλλ.˙ οὕτω, τὰ ἐμπορικὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 842D· ἐμπ. δίκαι (πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5), Δημ. 79. 23, Ἀριστ. Πολ. Ἀθην. σ. 87. 8 (ἔκδ. Blass)˙ κατὰ τοὺς ἐμπ. νόμους Δημ. 924. 11˙ ἐμπ. συμβόλαια ὁ αὐτ. 940. 6˙ τὰ ἐμπ. χρήματα, χρήματα πρὸς ἐμπορίαν, [[αὐτόθι]] 20, ἴδε κατωτ. 2˙ ἡ μνᾶ ἡ ἐμπ., ἡ ἐν τῷ ἐμπορίῳ [[συνήθης]] μνᾶ (ἥτις κατὰ τὸν ὑπολογισμὸν τοῦ Böckh ἔχει λόγον πρὸς τὴν κοινὴν μνᾶν ὡς τὸ 69 πρὸς τὸ 50), Συλλ. Ἐπιγρ. 123, ἴδε σ. 168, §4˙ ἐμπορικόν, τό, ἡ [[τάξις]] τῶν θαλασσινῶν ἐμπόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21. 2) ὁ εἰσαγόμενος [[ἔξωθεν]], [[ξένος]], ἐμπ. χρήματα διεμπολᾶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 974˙ [[φόρτος]] Πλουτ. Λυκοῦργ. 9. 3) ἐμπορικὰ διηγήματα, διηγήματα ταξειδιωτῶν, Πολύβ. 4. 39, 11. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπορικῶς, Στράβ. 376.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le commerce <i>ou</i> les marchands : [[δίκη]] ἐμπορική DÉM procès devant un tribunal de commerce.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπορος]].
}}
}}