Anonymous

ἀχθηδών: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχθηδών''': -όνος, ἡ, βάρος, [[φορτίον]], ἀχθ. κακοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 26. 2) μεταφ., [[λύπη]], [[ταλαιπωρία]], [[ἀθλιότης]], [[ἀνία]], [[δυσθυμία]], Θουκ. 2. 37, Πλάτ. Νόμ. 734Α· [[ἐρέσθαι]] τινὰ δι’ ἀχθηδόνα, [[χάριν]] ἐνοχλήσεως, διὰ «πείραγμα», Θουκ. 4. 40· πρὸς ἀχθηδόνα μου, μετ’ ὀργῆς [[ἐναντίον]] μου, Λουκ. Τόξ. 9. (Ἐκ τοῦ [[ἄχθος]], ὡς τὸ [[ἀλγηδών]] ἐκ τοῦ [[ἄλγος]], πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C.)
|lstext='''ἀχθηδών''': -όνος, ἡ, βάρος, [[φορτίον]], ἀχθ. κακοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 26. 2) μεταφ., [[λύπη]], [[ταλαιπωρία]], [[ἀθλιότης]], [[ἀνία]], [[δυσθυμία]], Θουκ. 2. 37, Πλάτ. Νόμ. 734Α· [[ἐρέσθαι]] τινὰ δι’ ἀχθηδόνα, [[χάριν]] ἐνοχλήσεως, διὰ «πείραγμα», Θουκ. 4. 40· πρὸς ἀχθηδόνα μου, μετ’ ὀργῆς [[ἐναντίον]] μου, Λουκ. Τόξ. 9. (Ἐκ τοῦ [[ἄχθος]], ὡς τὸ [[ἀλγηδών]] ἐκ τοῦ [[ἄλγος]], πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C.)
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> poids accablant;<br /><b>2</b> souci, chagrin : δι’ ἀχθηδόνα THC pour tourmenter (qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]].
}}
}}