3,273,446
edits
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθόκραιρος''': -α, -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, ἐπίθετ. τῶν κερασφόρων κτηνῶν, Ἰλ. Θ. 231, Ὀδ. Μ. 348· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν δύο [[ἄκρων]] μακρᾶς [[νηός]], ἅτινα ἦσαν [[οὕτως]] ἀνωρθωμένα [[ὥστε]] ὡμοίαζον πρὸς κέρατα, Ἰλ. Σ. 3., Τ. 344. - Ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν τῇ ποιητ. γεν. πληθ. ὀρθοκραιράων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοκραιράων· ἐπὶ μὲν τῶν νεῶν, τῶν ὀρθοπρύμνων· ἐπὶ δὲ τῶν βοῶν, τῶν ὀρθοκεράτων». | |lstext='''ὀρθόκραιρος''': -α, -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, ἐπίθετ. τῶν κερασφόρων κτηνῶν, Ἰλ. Θ. 231, Ὀδ. Μ. 348· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν δύο [[ἄκρων]] μακρᾶς [[νηός]], ἅτινα ἦσαν [[οὕτως]] ἀνωρθωμένα [[ὥστε]] ὡμοίαζον πρὸς κέρατα, Ἰλ. Σ. 3., Τ. 344. - Ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν τῇ ποιητ. γεν. πληθ. ὀρθοκραιράων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοκραιράων· ἐπὶ μὲν τῶν νεῶν, τῶν ὀρθοπρύμνων· ἐπὶ δὲ τῶν βοῶν, τῶν ὀρθοκεράτων». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui dresse la tête <i>ou</i> les cornes;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> à la proue <i>ou</i> à la poupe relevée.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[κραῖρα]]. | |||
}} | }} |