3,276,932
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεργάζομαι''': ἀποθ., [[μετὰ]] πρκμ., ποιῶ ἢ ἐργάζομαί τι πρότερον, τινί τι Ἡρόδ. 2. 158· [[ἐργάζομαι]] ἢ καλλιεργῶ [[προηγουμένως]], Ξεν. Οἰκ. 20, 3· ― πρκμ. καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., εἶμαι εἰργασμένος πρότερον, Ἀλκίφρων 117. 31· οὕτω, τὰ προειργασμένα προηγούμενα κατορθώματα, πρότερα ἔργα, Θουκ. 2. 89, πρβλ. 8. 65· ἡ προειργασμένη [[δόξα]], [[δόξα]] κτηθεῖσα πρότερον, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 21. | |lstext='''προεργάζομαι''': ἀποθ., [[μετὰ]] πρκμ., ποιῶ ἢ ἐργάζομαί τι πρότερον, τινί τι Ἡρόδ. 2. 158· [[ἐργάζομαι]] ἢ καλλιεργῶ [[προηγουμένως]], Ξεν. Οἰκ. 20, 3· ― πρκμ. καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., εἶμαι εἰργασμένος πρότερον, Ἀλκίφρων 117. 31· οὕτω, τὰ προειργασμένα προηγούμενα κατορθώματα, πρότερα ἔργα, Θουκ. 2. 89, πρβλ. 8. 65· ἡ προειργασμένη [[δόξα]], [[δόξα]] κτηθεῖσα πρότερον, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> travailler d’avance, préparer, acc.;<br /><b>2</b> accomplir d’avance <i>ou</i> auparavant ; <i>au sens Pass.</i> τὰ προειργασμένα THC les hauts faits antérieurs ; [[δόξα]] προειργασμένη XÉN gloire acquise à force de travail;<br /><b>3</b> travailler pour, dans l’intérêt de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐργάζομαι]]. | |||
}} | }} |