3,274,216
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίλῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιλύω]]) ἀπαλλαγὴ ἔκ τινος, ἐπίλυσιν πόνων, ἐπίλυσιν δίδου Αἰσχύλ. Θήβ. 134. 2) [[λύσις]], [[ἔλεγχος]], σοφισμάτων Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 246· [[ἐξήγησις]], [[ἑρμηνεία]], τῶν ὀνειράτων Ἡλιόδ. 1. 18, πρβλ. 4. 9, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 20· [[ἀνασκευή]], Κλήμ. Ἀλ. Ι. 400Β. 3) ἐπὶ νηστείας, = [[κατάλυσις]], Εὐσεβ. Π. 492Α, Β. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπίλυσιν, ἔφοδον». | |lstext='''ἐπίλῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιλύω]]) ἀπαλλαγὴ ἔκ τινος, ἐπίλυσιν πόνων, ἐπίλυσιν δίδου Αἰσχύλ. Θήβ. 134. 2) [[λύσις]], [[ἔλεγχος]], σοφισμάτων Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 246· [[ἐξήγησις]], [[ἑρμηνεία]], τῶν ὀνειράτων Ἡλιόδ. 1. 18, πρβλ. 4. 9, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 20· [[ἀνασκευή]], Κλήμ. Ἀλ. Ι. 400Β. 3) ἐπὶ νηστείας, = [[κατάλυσις]], Εὐσεβ. Π. 492Α, Β. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπίλυσιν, ἔφοδον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’échapper à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλύω]]. | |||
}} | }} |