Anonymous

ἐπίλυσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίλῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιλύω]]) ἀπαλλαγὴ ἔκ τινος, ἐπίλυσιν πόνων, ἐπίλυσιν δίδου Αἰσχύλ. Θήβ. 134. 2) [[λύσις]], [[ἔλεγχος]], σοφισμάτων Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 246· [[ἐξήγησις]], [[ἑρμηνεία]], τῶν ὀνειράτων Ἡλιόδ. 1. 18, πρβλ. 4. 9, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 20· [[ἀνασκευή]], Κλήμ. Ἀλ. Ι. 400Β. 3) ἐπὶ νηστείας, = [[κατάλυσις]], Εὐσεβ. Π. 492Α, Β. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπίλυσιν, ἔφοδον».
|lstext='''ἐπίλῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιλύω]]) ἀπαλλαγὴ ἔκ τινος, ἐπίλυσιν πόνων, ἐπίλυσιν δίδου Αἰσχύλ. Θήβ. 134. 2) [[λύσις]], [[ἔλεγχος]], σοφισμάτων Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 246· [[ἐξήγησις]], [[ἑρμηνεία]], τῶν ὀνειράτων Ἡλιόδ. 1. 18, πρβλ. 4. 9, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 20· [[ἀνασκευή]], Κλήμ. Ἀλ. Ι. 400Β. 3) ἐπὶ νηστείας, = [[κατάλυσις]], Εὐσεβ. Π. 492Α, Β. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπίλυσιν, ἔφοδον».
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’échapper à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλύω]].
}}
}}