3,273,446
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσφᾰτος''': -ον, (πέφασμαι παθ. πρκμ. τοῦ *[[φένω]]) ὁ νεωστὶ σφαγεὶς ἢ φονευθεὶς («νεωστὶ ἀνῃρημένος» Φώτ.), νῦν δέ μοι ἐρσήεις καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Ἰλ. Ω. 757· νεκρὸς πρ. Ἡρόδ. 2. 89., 2. 121, 5· ἀκολούθως, ΙΙ. [[καθόλου]], νωπός, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2. Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 4, κτλ.· ζῷα πρόσφατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παστά, Διόδ. 3. 31· οὕτω, πρ. καρποί, [[ἔλαιον]] Ἀριστ. Προβλ. 20. 30., 21. 4· χιὼν Πολύβ. 3. 55, 1· [[ὕδωρ]] Πλούτ. 2. 690C. 2) ἐπὶ γεγονότων καὶ πράξεων, [[καθόλου]], δίκαι Αἰσχύλ. Χο. 804· ἐπιστολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 130· ὀργὴ Λυσί. 151. 5· [[ὀχεία]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 9· [[Ἀφροδίτη]] Ἀλκίφρων 1. 39. 3) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[πρόσφατος]] κρίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τἀδικήματα ἕωλα… καὶ ψυχρά, Δημ. 551. 15· νεαλὴς καὶ πρ., ἀντίθετον τῷ τεταριχευμένος, ὁ αὐτ. 788. 23· μάρτυρες..., οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ πρ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 15, 13, πρβλ. Μετεωρ. 1. 14, 9· - [[νέος]], Αἰλ. π. Ζ. 7. 47. ΙΙΙ. πρόσφατον ὡς ἐπίρρ. χρόνου, [[νεωστί]], ἐσχάτως, τελευταῖον, Πινδ. Π. 4. 533· [[ὡσαύτως]], προσφάτως, Πολύβ. 3. 37, 11, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581Ε, κτλ. | |lstext='''πρόσφᾰτος''': -ον, (πέφασμαι παθ. πρκμ. τοῦ *[[φένω]]) ὁ νεωστὶ σφαγεὶς ἢ φονευθεὶς («νεωστὶ ἀνῃρημένος» Φώτ.), νῦν δέ μοι ἐρσήεις καὶ πρ. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Ἰλ. Ω. 757· νεκρὸς πρ. Ἡρόδ. 2. 89., 2. 121, 5· ἀκολούθως, ΙΙ. [[καθόλου]], νωπός, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2. Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 4, κτλ.· ζῷα πρόσφατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παστά, Διόδ. 3. 31· οὕτω, πρ. καρποί, [[ἔλαιον]] Ἀριστ. Προβλ. 20. 30., 21. 4· χιὼν Πολύβ. 3. 55, 1· [[ὕδωρ]] Πλούτ. 2. 690C. 2) ἐπὶ γεγονότων καὶ πράξεων, [[καθόλου]], δίκαι Αἰσχύλ. Χο. 804· ἐπιστολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 130· ὀργὴ Λυσί. 151. 5· [[ὀχεία]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 9· [[Ἀφροδίτη]] Ἀλκίφρων 1. 39. 3) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[πρόσφατος]] κρίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τἀδικήματα ἕωλα… καὶ ψυχρά, Δημ. 551. 15· νεαλὴς καὶ πρ., ἀντίθετον τῷ τεταριχευμένος, ὁ αὐτ. 788. 23· μάρτυρες..., οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ πρ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 15, 13, πρβλ. Μετεωρ. 1. 14, 9· - [[νέος]], Αἰλ. π. Ζ. 7. 47. ΙΙΙ. πρόσφατον ὡς ἐπίρρ. χρόνου, [[νεωστί]], ἐσχάτως, τελευταῖον, Πινδ. Π. 4. 533· [[ὡσαύτως]], προσφάτως, Πολύβ. 3. 37, 11, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581Ε, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui vient d’être tué, récemment tué;<br /><b>2</b> frais, récent, nouveau ; <i>abs.</i> jeune.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], R. Φα > Φεν, tuer ; v. [[πεφνεῖν]]. | |||
}} | }} |