Anonymous

κατάφρακτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάφρακτος''': -ον, καταπεφραγμένος, [[καλῶς]] κεκαλυμμένος, ἐγκεκλεισμένος, κ. πετρῴδει ἐν δεσμῷ Σοφ. Ἀντ. 958 ([[ἔνθα]] ὁ παλαιὸς Ἀττ. [[τύπος]], [[κατάφαρκτος]], ἐπανορθοῦται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Κώδ. Λ., πρβλ. ἄφρακτος)· πλοῖα κ., ἔχοντα καταστρώματα, Θουκ. 1. 10, πρβλ. Πολύβ. 1. 20, 13 · ἔν τε ταῖς ἀφράκτοις καὶ ταῖς κ. ναυσί Σύλλ. Ἐπιγρ. 2525· κ. [[σκάφη]] Πολύβ. 16. 2, 12 · ἵπποι κ., περιβεβλημένοι θώρακα, Λατ. loricalus (Λίβ. 37. 40) ἢ καταπεφραγμένοι τοῖς ὅπλοις Πολύβ. 31. 3, 9, κτλ.· Ιππεῖς Πλουτ. Κράσσ. 21· ἡ μεταφορὰ ἐκ τῆς Ὁμηρ. ῥήσεως, φράξαντες [[δόρυ]] δορί, [[σάκος]] σάκεϊ προθελύμνῳ Ἰλ. Ν. 130, Εὐστάθ.· μεταφορ., ἡ κατεσκοτισμένη καὶ μὴ τὸ μέλλον εἰδυῖα, ψυχὴ Ἴων παρ᾽ Ἡσυχ.
|lstext='''κατάφρακτος''': -ον, καταπεφραγμένος, [[καλῶς]] κεκαλυμμένος, ἐγκεκλεισμένος, κ. πετρῴδει ἐν δεσμῷ Σοφ. Ἀντ. 958 ([[ἔνθα]] ὁ παλαιὸς Ἀττ. [[τύπος]], [[κατάφαρκτος]], ἐπανορθοῦται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Κώδ. Λ., πρβλ. ἄφρακτος)· πλοῖα κ., ἔχοντα καταστρώματα, Θουκ. 1. 10, πρβλ. Πολύβ. 1. 20, 13 · ἔν τε ταῖς ἀφράκτοις καὶ ταῖς κ. ναυσί Σύλλ. Ἐπιγρ. 2525· κ. [[σκάφη]] Πολύβ. 16. 2, 12 · ἵπποι κ., περιβεβλημένοι θώρακα, Λατ. loricalus (Λίβ. 37. 40) ἢ καταπεφραγμένοι τοῖς ὅπλοις Πολύβ. 31. 3, 9, κτλ.· Ιππεῖς Πλουτ. Κράσσ. 21· ἡ μεταφορὰ ἐκ τῆς Ὁμηρ. ῥήσεως, φράξαντες [[δόρυ]] δορί, [[σάκος]] σάκεϊ προθελύμνῳ Ἰλ. Ν. 130, Εὐστάθ.· μεταφορ., ἡ κατεσκοτισμένη καὶ μὴ τὸ μέλλον εἰδυῖα, ψυχὴ Ἴων παρ᾽ Ἡσυχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />enfermé dans une armure <i>ou</i> protégé par un abri ; [[πλοῖον]] THC navire cuirassé, <i>càd garni de planches massives qui, exhaussant le bord, protégeaient latéralement les rameurs</i>.<br />'''Étymologie:''' [[καταφράσσω]].
}}
}}