Anonymous

ἐγκονίομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκονίομαι''': μέσ. ([[κονίω]]) κυλίομαι εἰς τὴν κόνιν [[μετὰ]] τὸ [[ἄλειμμα]], δηλ. πρὸ τῆς πάλης, Ξεν. Συμπ. 3. 8, Λουκ. Ἔρωτ. 45.
|lstext='''ἐγκονίομαι''': μέσ. ([[κονίω]]) κυλίομαι εἰς τὴν κόνιν [[μετὰ]] τὸ [[ἄλειμμα]], δηλ. πρὸ τῆς πάλης, Ξεν. Συμπ. 3. 8, Λουκ. Ἔρωτ. 45.
}}
{{bailly
|btext=se couvrir de poussière (avant la lutte).<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κόνις]].
}}
}}