3,277,114
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλανθάνω''': μέλλ. -λησω, καὶ παρ’ Ἱππ. 399 -λήσομαι, ἀόρ. διέλᾰθον· -- [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, [[μετὰ]] μετοχ., διαλήσει χρηστὸς ὢν Ἰσοκρ. 29 ἐν τέλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], διαλαθὼν εἰσέρχεται Θουκ. 3. 25· μετ’ αἰτιατ. προς., [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 19· σὲ τοῦτο διαλέληθε Πλάτ. Εὐθυδ. 278Α. | |lstext='''διαλανθάνω''': μέλλ. -λησω, καὶ παρ’ Ἱππ. 399 -λήσομαι, ἀόρ. διέλᾰθον· -- [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, [[μετὰ]] μετοχ., διαλήσει χρηστὸς ὢν Ἰσοκρ. 29 ἐν τέλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], διαλαθὼν εἰσέρχεται Θουκ. 3. 25· μετ’ αἰτιατ. προς., [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 19· σὲ τοῦτο διαλέληθε Πλάτ. Εὐθυδ. 278Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διαλήσω, <i>ao.2</i> διέλαθον, <i>etc.</i><br />demeurer caché, être ignoré : διαλανθάνειν θεούς XÉN être ignoré des dieux, échapper à la connaissance des dieux ; διαλήσει χρηστὸς [[ὤν]] ISOCR on ignorera qu’il est homme de bien ; διαλαθὼν εἰσέρχεται THC il entre sans avoir été remarqué.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λανθάνω]]. | |||
}} | }} |