3,274,816
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεγᾰνός''': -ή, -όν, ([[στέγω]]) ὁ καλύπτων [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποκλείῃ ὑγρασίαν, [[ἀδιάβροχος]], ἀδιαπέραστος ὑπὸ τοῦ ὑγροῦ, τρίχες Ξεν. Κυν. 5, 10· πλοῖα Ἀριστ. Ἀποσπ. 513· κλῶνες… κεράμων στεγανώτεροι Ἀνθ. Π. 9. 71· πυκνὸν καὶ στεγανὸν Πλούτ. 2. 692Α· προβλημάτων στεγανώτατον πρὸς ὀϊστοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 49· πρβλ. [[στεγνός]]. 2) [[καθόλου]], καλύπτων, περικλείων, περιορίζων, [[δίκτυον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 358. ΙΙ. [[καλῶς]] ἐστεγασμένος, λευκῆς χιόνος πτέρυγι [[στεγανός]], ἐπὶ τοῦ Πολυνείκους παριστανομένου ὡς ἀετοῦ κεκαλυμμένου διὰ τῆς λευκῆς αὑτοῦ Ἀργείας ἀσπίδος (ἴδε [[λεύκασπις]]), Σοφ. Ἀντ. 114· ἐπὶ οἰκοδομήματος, [[ἄνωθεν]] στ., ἐπικεκαλυμμένος διὰ στέγης, Θουκ. 3. 21, πρβλ. Καλλ. εἰς Δήμ. 55, Ποιητής παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 586, Διον. Ἀλ. 1. 26· οὓς [ναοὺς]… δοκὸς στεγανοὺς παρέχει Εὐρ. Ἀποσπ. 475a. 6. 2) μεταφορ., διὰ τὸ ἀκόλαστον [[αὐτοῦ]] καὶ οὐ στεγανόν, διὰ τὴν ἀκρασίαν [[αὐτοῦ]] καὶ ἀκολασίαν, Πλάτ. Γοργ. 493Β· καὶ ἐπὶ προσώπων, συγκεκλεισμένος, πεφυλαγμένος, [[προσεκτικός]], Λατ. tectus homo· παροιμ., Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος Ἀλκίφρων 1. 13, πρβλ. Θεμίστ. 263Α, 323D, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, περιωρισμένως, διὰ μέσου κεκαλυμμένης διόδου ἢ σωλῆνος, ἡ πνοὴ ἰοῦσα στ. Θουκ. 4. 100· πωμάζειν στ., καλύπτειν ἑρμητικῶς, σκεπάζειν κλειστά, Διοσκ. 2. 91· στ. πρὸς τὰς τῶν ὑετῶν φορὰς ἀντέχειν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος. 2) μεταφορ., στεγανώτερον φρονεῖν Ἀνθ. Π. 5. 216· στεγανώτατα τὴν αὑτοῦ γνώμην [[ἔνδον]] κατεῖχε [[Μέμνων]] 6. -Πρβλ. [[στεγνός]]. | |lstext='''στεγᾰνός''': -ή, -όν, ([[στέγω]]) ὁ καλύπτων [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποκλείῃ ὑγρασίαν, [[ἀδιάβροχος]], ἀδιαπέραστος ὑπὸ τοῦ ὑγροῦ, τρίχες Ξεν. Κυν. 5, 10· πλοῖα Ἀριστ. Ἀποσπ. 513· κλῶνες… κεράμων στεγανώτεροι Ἀνθ. Π. 9. 71· πυκνὸν καὶ στεγανὸν Πλούτ. 2. 692Α· προβλημάτων στεγανώτατον πρὸς ὀϊστοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 49· πρβλ. [[στεγνός]]. 2) [[καθόλου]], καλύπτων, περικλείων, περιορίζων, [[δίκτυον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 358. ΙΙ. [[καλῶς]] ἐστεγασμένος, λευκῆς χιόνος πτέρυγι [[στεγανός]], ἐπὶ τοῦ Πολυνείκους παριστανομένου ὡς ἀετοῦ κεκαλυμμένου διὰ τῆς λευκῆς αὑτοῦ Ἀργείας ἀσπίδος (ἴδε [[λεύκασπις]]), Σοφ. Ἀντ. 114· ἐπὶ οἰκοδομήματος, [[ἄνωθεν]] στ., ἐπικεκαλυμμένος διὰ στέγης, Θουκ. 3. 21, πρβλ. Καλλ. εἰς Δήμ. 55, Ποιητής παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 586, Διον. Ἀλ. 1. 26· οὓς [ναοὺς]… δοκὸς στεγανοὺς παρέχει Εὐρ. Ἀποσπ. 475a. 6. 2) μεταφορ., διὰ τὸ ἀκόλαστον [[αὐτοῦ]] καὶ οὐ στεγανόν, διὰ τὴν ἀκρασίαν [[αὐτοῦ]] καὶ ἀκολασίαν, Πλάτ. Γοργ. 493Β· καὶ ἐπὶ προσώπων, συγκεκλεισμένος, πεφυλαγμένος, [[προσεκτικός]], Λατ. tectus homo· παροιμ., Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος Ἀλκίφρων 1. 13, πρβλ. Θεμίστ. 263Α, 323D, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, περιωρισμένως, διὰ μέσου κεκαλυμμένης διόδου ἢ σωλῆνος, ἡ πνοὴ ἰοῦσα στ. Θουκ. 4. 100· πωμάζειν στ., καλύπτειν ἑρμητικῶς, σκεπάζειν κλειστά, Διοσκ. 2. 91· στ. πρὸς τὰς τῶν ὑετῶν φορὰς ἀντέχειν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος. 2) μεταφορ., στεγανώτερον φρονεῖν Ἀνθ. Π. 5. 216· στεγανώτατα τὴν αὑτοῦ γνώμην [[ἔνδον]] κατεῖχε [[Μέμνων]] 6. -Πρβλ. [[στεγνός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b><b>A.</b> I.</b> qui sert à couvrir, qui couvre;<br /><b>II.</b> qui ne laisse rien passer, <i>d’où</i><br /><b>1</b> qui ne laisse rien échapper, qui enferme complètement ; étanche;<br /><b>2</b> opaque, épais;<br /><b>B.</b> couvert.<br />'''Étymologie:''' [[στέγω]]. | |||
}} | }} |