Anonymous

ἐπιχρέμπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχρέμπτομαι''': Ἀποθ., [[χρέμπτομαι]] (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον [[λέγω]] τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.
|lstext='''ἐπιχρέμπτομαι''': Ἀποθ., [[χρέμπτομαι]] (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον [[λέγω]] τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.
}}
{{bailly
|btext=cracher sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χρέμπτομαι]].
}}
}}