Anonymous

τριακόντορος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριᾱκόντορος''': (ἐξυπακουομ. [[ναῦς]]), ἡ, [[πλοῖον]] ἔχον [[τριάκοντα]] κώπας, Θουκ. 4. 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 1, 16, κλπ.· παρ’ Ἡροδ. φέρεται τριηκόντερος, 4. 148., 7. 97, πρβλ. [[πεντηκόντορος]].
|lstext='''τριᾱκόντορος''': (ἐξυπακουομ. [[ναῦς]]), ἡ, [[πλοῖον]] ἔχον [[τριάκοντα]] κώπας, Θουκ. 4. 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 1, 16, κλπ.· παρ’ Ἡροδ. φέρεται τριηκόντερος, 4. 148., 7. 97, πρβλ. [[πεντηκόντορος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trente rangs de rames.<br />'''Étymologie:''' [[τριάκοντα]], ἄρω.
}}
}}